Θα έλεγε κανείς πως αυτός ο Αγάθων εζούσε κι εκινείτο μόνο και μόνο για να αναπαύει τον πλησίον του. Όταν ετύχαινε να περνά τον ποταμό μαζί με τους άλλους αδελφούς, έπαιρνε πρώτος στα χέρια του τα κουπιά της βάρκας. Όταν πήγαιναν ξένοι στο κελί του, με το ένα χέρι τους χαιρετούσε και με το άλλο άρχιζε να στρώνει τράπεζα για να τους φιλοξενήσει.
Κάποτε του εχάρισαν ένα σκαλιστήρι για να καλλιεργεί τον κήπο του.
- Τι όμορφο σκαλιστηράκι! έκανε ενας Αδελφός που έτυχε να το ιδεί στα χέρια του μια μέρα.
Ο Αββάς Αγάθων δεν τον άφηνε με κανένα τρόπο να φύγει αν δεν έπαιρνε μαζί του το σκαλιστήρι που του άρεσε.
***
Ο Αββάς Απολλώ επίσης, λέγουν πως είχε τόση αγάπη για τον πλησίον του, ώστε ουδέποτε στη ζωή του αρνήθηκε σε άνθρωπο βοήθεια ή οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη εξυπηρέτηση.
Όταν οι Αδελφοί ζητούσαν τη συνεργασία του, την προσέφερε ευχαρίστως, λέγοντας πάντα με χαμόγελο :
-Μαζί με τον Κύριο μου θα εργαστώ σήμερα για την ωφέλεια της ψυχής μου.
***
Την ακόλουθη ιστορία μας την διηγείται ο επίσκοπος Ελενουπόλεως Παλλάδιος. Ο Σεραπίων ήτο αιγύπτιος ασκητής τελείως ακτήμων και πολύ ελεήμων. Πολλές φορές τον είχαν ιδεί να γυρίζει με ένα σεντόνι τυλιγμένο γύρω απ' το γυμνό του σώμα, γιατί τα ενδύματα του τα είχε δώσει ελεημοσύνη. Έτσι του έμεινε και το όνομα Σινδόνιος.
Κάποτε πουλήθηκε θεληματικά σαν δούλος σε έναν ειδωλολάτρη ηθοποιό για είκοσι νομίσματα. Άρχισε με μεγάλη προθυμία να υπηρετεί τον κύριό του και όλη του την οικογένεια. Εργαζόταν αδιάκοπα χωρίς απαιτήσεις. Το φαγητό του αποτελείτο μόνο από ψωμί και νερό. Ενώ τα χέρια του δούλευαν, ο νούς του ήταν απασχολημένος με την προσευχή. Τα λόγια της γραφής δεν έλειπαν ποτέ απο τα χείλη του. Σκοπός του ήταν να μεταδώσει το φώς του Χριστού στους κυρίους του και δεν άργησε να το επιτύχει. Τους προσείλκυσε στην πίστη, πρώτα απ' όλα με το παράδειγμα του χριστιανικού βίου του και ύστερα με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, που πέφτει σαν βάλσαμο παρηγοριάς στις ταλαιπωρημένες απο την κοσμική ματαιότητα ψυχές.
Όταν ο μίμος - έτσι έλεγαν τότε τους ηθοποιούς- , η σύζυγος και τα παιδιά του επήραν τη χάρη του Αγίου Βαπτίσματος, άφησαν το επάγγελμά τους, που δεν συμφωνούσε πια με τη νέα ζωή και έγιναν ενεργά μέλη της Εκκλησίας. Μια ημέρα επήρε ιδιαιτέρως τον Σινδόνιο ο κύριός του και του είπε:
- Είναι καιρός , Αδελφέ, να σου ανταποδώσω την ευεργερία που μου έκανες να ελευθερώσεις και εμένα και την οικογένεια μου από το σκοτάδι της ειδωλολατρίας Πάρε και συ για αντάλλαγμα την ελευθερία σου.
Τότε ο Σινδόνιος κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα να του αποκαλύψει την αλήθεια. Του είπε λοιπόν πως δεν ήτο δούλος και ως με τη θέληση του πουλήθηκε σ αυτόν, για να τον οδηγήσει στο Χριστό.
- Αφού επλήρωσε Ο Θεός την επιθυμία μου, ας πάω τώρα να βοηθήσω και άλλους.
Επέστρεψε τα είκοσι νομίσματα στον κύριό του και έφυγε για άλλη χώρα. Εκεί πουλήθηκε σε οικογένεια αιρετικών. Με τον ίδιο τρόπο έφερε και αυτήν πολλή γρήγορα στους κόλπους της Εκκλησίας.
Μέχρι τέλους της ζωής του ο Σινδόνιος υπηρετούσε σωματικά και ψυχικά τους συνανθρώπους του.
***
-Γιατί, Αββά, οι σημερινοί Μοναχοί, ενώ κοπιάζουν, δεν παίρνουν απο το Θεόν τα χαρίσματα που έπαιρναν οι παλαιοί πατέρες; ερώτησε ένα Γέροντα κάποιος Αδελφός.
- Τον παλαιό καιρό , τέκνον μου, αποκρίθηκε ο σεβάσμιος Γερων, υπήρχε αγάπη μεταξύ των Μοναχών και καθένας προθυμοποιειτο να βοηθήσει τον Αδελφον του να ανεβεί προς τα επάνω. Τώρα η αγάπη εψυχράνθη και ο ένας παρασύρει τον άλλον προς τα κάτω και για τον λόγον αυτόν δεν χορηγεί πλέον ο Θεός χαρίσματα πνευματικά.
***
Τον παλαιότερο καιρό - έλεγε ο Αββάς Ιωάννης σε ένα νέο Μοναχό, που επήγε να τον συμβουλευθεί- η πνευματική απασχόλησις ήτο το κύριο έργο του Μοναχού και η υλική εργασία πάρεργο. Σήμερα αντεστράφησαν οι όροι και θεωρείται πάρεργο το έργο της ψυχής και έργο το εργόχειρο.
- Ποιο είναι το έργο της ψυχής; Ρώτησε ο Αδελφός .
- Εκείνο που γίνεται χάριν της θείας εντολής , εξήγησε ο Γέρων. Μαθαίνεις λόγου χάριν, πως είμαι άρρωστος και η συνείδησή σου σου λέγει πως είναι καθήκον σου να με επισκεφθεί Εσύ όμως κάθεσαι και σκέπτεσαι, αν πάω , θα μείνει πίσω το εργόχειρο μου, γιατι θα χάσω χρόνο. Δεν έρχεσαι και παραβαίνεις την εντολή της αγάπης. Ή κάποιος σου ζητεί να τον βοηθήσεις στην εργασία του. Εσύ μονολογείς : Είναι ανάγκη τώρα να αφήσω τη δική μου δουλειά στη μέση, για να βοηθήσω άλλον; Αρνείσαι, παραβλέποντας την εντολή του Θεού, που είναι έργον της ψυχής και προσηλώνεσαι στο εργόχειρο σου, που είναι πάρεργο.
Από το Γεροντικόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :