Ο λογοτέχνης Δημήτρης Νόλλας αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο για τα ελληνικά γράμματα, όντας βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (για «Το τρυφερό δέρμα», 1983) και Μυθιστορήματος (για το μυθιστόρημα «Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα», 1993). Οι κριτικοί, ανάμεσά τους και ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, τον έχουν κατοχυρώσει, ως μια σταθερά της νέας ελληνικής λογοτεχνίας.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στην «Α», με αφορμή την πρόσφατη παρουσίαση, στην Πάτρα, της νέας του συλλογής διηγημάτων «Στον τόπο» (εκδ. Ίκαρος), μιλά για την ικανότητα της λογοτεχνίας να φωτίζει τα ξεχωριστά στοιχεία της ζωής του καθενός αλλά και για την νέα τρομοκρατία που έχει «μετατραπεί σε σύγκρουση γενεών, μετατοπιζόμενη στα θεμέλια της κοινωνίας». Επίσης αναφέρεται στη μετανάστευση των νέων, έχοντας ζήσει στη Γερμανία αρκετά χρόνια και διερωτάται, αφοπλιστικά: «Σε λίγα χρόνια η πατρίδα μας θα μοιάζει με οικογένεια άτεκνων και ποιος μπορεί να ζήσει χωρίς παιδιά»; Τέλος, για τη σχέση τηλεόρασης και τέχνης σχολιάζει, με δηκτικό ύφος, ότι «το πολιτιστικό αντίδωρο δύσκολα «κατεβαίνει» όσες τηλεοπτικές εμφανίσεις κι αν κάνει κανείς».
ΕΡ) Στην τελευταία σας συλλογή διηγημάτων «Στον τόπο» όπως και σε προηγούμενα βιβλία σας, οι ήρωες είναι απόλυτα καθημερινοί, απλοί με κοινές αδυναμίες. Τι μπορεί να κάνει ξεχωριστή, για τη λογοτεχνία, μία ζωή που φαίνεται φορτική ακόμα και γι αυτούς που την ζουν;
Όσο φορτική και να ’ναι η ζωή ενός ανθρώπου, οποιουδήποτε ανθρώπου, δεν παύει να είναι μοναδική, και άρα ενδιαφέρουσα. Προφανώς αντιπαραβάλετε τη ζωή ενός ταπεινού κι ασήμαντου ανθρώπου με τη ζωή ενός στρατηλάτη σε καιρό πολέμου, ας πούμε, ή ενός πρίγκιπα του Χρηματιστηρίου. Όμως, όλων των ανθρώπων οι ζωές, γίνονται αβίωτες όταν στο κέντρο της ζωής τοποθετούμε τα υλικά αγαθά, απομακρυνόμενοι από τον μέσα εαυτό μας. Αυτή η μετατόπιση του αξιακού άξονα δεν φείδεται ουδενός. Η τέχνη του λόγου φέρνει στο φως πλευρές του βίου που δεν τις προσέχουμε ή δεν τους δίνουμε σημασία, αδιακρίτως αν είναι ζωές στρατηγών, υπαλλήλων, προλεταρίων ή ξωμάχων.
Παραδέχομαι πως η ζωή ενός-χωρίς-στον-ήλιο-μοίρα-ανθρώπου συχνά παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον (και αφορμές συγγραφής μιας ιστορίας) από εκείνη ενός πλαδαρού υπαλλήλου με τακτοποιημένη ζωή. Αν και, διορθώνω την αρχική παραδοχή μου, καμιά φορά τακτοποιημένες ζωές σκεπάζουν θύελλες καταστροφικές. Αυτό που η λογοτεχνία κάνει από μια ζωή που φαίνεται φορτική ακόμα και γι αυτούς που τη ζουν, είναι πως μπορεί να τη μετατρέψει σε ξεχωριστή, αναδεικνύοντας όλα εκείνα τα στοιχεία της που θα την έκαναν μια άλλη, διαφορετική ζωή. Ίσως λιγότερο φορτική, αλλά εξίσου αληθινή. Και είναι αυτή η ικανότητα της λογοτεχνίας που την κάνει παρηγορητική.
ΕΡ) Στο μυθιστόρημά σας «Ο καιρός του καθενός» περιγράφετε γλαφυρά τον ψυχισμό των μελών μιας τρομοκρατικής οργάνωσης. Η επανεμφάνιση της τρομοκρατίας με «τυφλά» χτυπήματα σε δημόσιους χώρους, τι μπορεί να σημαίνει για την ιδεολογική κάλυψη ή ψυχολογική κατάσταση των τρομοκρατών;
Μπορεί να σημαίνει πως η σύγκρουση έχει μετατοπιστεί στα θεμέλια της κοινωνίας, μετατρέποντάς την σε σύγκρουση γενεών. Σαν απελευθερωμένοι από τις πάσης φύσεως ενοχές των πατεράδων τους, αλλά και της 17Ν, χτυπούν κι όποιον πάρει ο Χάρος. Τα πράγματα δείχνουν άγρια, αλλά αν ανατρέξουμε στην Ιστορία, δικιά μας και των άλλων, βλέπουμε πως πρόκειται για φαινόμενο που επανέρχεται σε περιόδους οξυμένης κρίσης και δεν εξαλείφεται ΠΟΤΕ, - μάρτυρας πως το Κακό είναι αθάνατο, εφόσον το επιλέγουμε με ελεύθερη βούληση.
ΕΡ) Στα βιβλία σας υπάρχουν πολλά γερμανικά τοπωνύμια και ιστορίες αυτής της χώρας στην οποία ζήσατε. Πώς σας φαίνεται η μετανάστευση νέων ανθρώπων και μάλιστα πτυχιούχων; Με τη χώρα αυτή έχουμε μια σχέση αγάπης και μίσους μαζί;
Αυτό που ζούμε σήμερα και του οποίου τις επιπτώσεις θα συνειδητοποιήσουμε όταν θα ’χει περάσει, γιατί όλα περνάνε, έχει στο κέντρο του τη φυγή των παιδιών μας, τη χειρότερη καταστροφή. Σε λίγα χρόνια η πατρίδα μας θα μοιάζει με οικογένεια άτεκνων και ποιος μπορεί να ζήσει χωρίς παιδιά;
Όσο για τη Γερμανία, βιώνουμε μια παράνοια χωρίς προηγούμενο. Αντί να μας φταίει το χάλι μας, τα βάζουμε με τους Γερμανούς. Εντάξει, τους τα ’χουμε μαζεμένα: από τον Όθωνα, τη συνδρομή τους στην γενοκτονία των Ποντίων και των Αρμενίων, τη λιμοκτονία του λαού μας και την καταστροφή της χώρας το 1941-44, αλλά τι να κάνουμε; Έτσι είναι οι Γερμανοί, “το μοναδικό ασιατικό έθνος που σφηνώθηκε στο κέντρο της Ευρώπης”, όπως τους αποκαλούσε ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε. Θα πρέπει γι’ αυτό και για άλλους ίσως λόγους, να τους εγκαλούμε για τη σημερινή δική μας κατάντια, που τη χτίσαμε μόνοι μας πετραδάκι πετραδάκι τα τελευταία 30 χρόνια; Δεν σου αρέσουν οι Βησιγότθοι; Μην τους κάνεις παρέα. Συγκρατήσου!
Με το μίσος πάντως δεν βγαίνει κανείς πουθενά. Δεν λέω να τους αγαπήσουμε, αν και δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται ολόκληροι λαοί ν’ αγαπιούνται ή να μισούνται; Να έχουν συμφέροντα κοινά ή ανταγωνιστικά, το καταλαβαίνω, αλλά κι αυτό, με κοινό νου και την τέχνη του μπακάλη διευθετείται. Εγώ προσωπικά αγαπώ τη Γιούτα, τον Χανς, τον Ούλριχ και τη Ζιγκριντ, ακριβώς όπως τον Γιώργο και τον Διονύση, την Εύα και την Κατερίνα. Ποιος ανεγκέφαλος μπορεί να ισχυριστεί πως αγαπάει μια ολόκληρη χώρα στο σύνολό της;
ΕΡ) Σε αντίθεση με άλλους ομότεχνούς σας δεν εμφανίζεστε στα μέσα ενημέρωσης συχνά. Θεωρείτε ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να μιλά, μόνο, μέσα από τα έργα του;
Στην τηλεόραση δεν επιθυμώ να εμφανίζομαι διότι είναι μέσο που σιχαίνομαι. Αν και παντοδύναμο, μου είναι αδύνατον να συμφιλιωθώ μαζί του, προτιμώ τα έντυπα μέσα. Ναι, πιστεύω πως ένας συγγραφέας μιλά, κυρίως, μέσα από τα έργα του. Αλλά επειδή οι καταναλωτές του έργου του είναι οκνηροί (πού να διαβάζουν τώρα;), ο συγγραφέας μπορεί να μπει στον πειρασμό να εμφανίζεται στα ΜΜΕ για να βοηθήσει την προβολή του έργου του. Το δράμα αρχίζει, όταν ο ίδιος άνθρωπος πριν καλά καλά προβληθεί η εκπομπή/ συνέντευξη/ χοροεσπερίδα στην οποία συμμετείχε, παραπονιέται για το ξεκατίνιασμα στο οποίο επιδίδονται στα διπλανά παράθυρα διάφοροι πνευματικά παραπληγικοί, εντυπωσιακές σταρ και φωστήρες βουλευτές. Τι και σε ποιον να μιλήσει υπ’ αυτές τις συνθήκες το έργο; Ας μην ταράζονται όμως οι συγγραφείς, και πριν και τώρα και πάντα ήταν λίγοι αυτοί που διαβάζουν. Το πολιτιστικό αντίδωρο δύσκολα «κατεβαίνει» όσες τηλεοπτικές εμφανίσεις κι αν κάνει κανείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :