1. Δέον να είναι σαφές ότι ουδεμία
διαφορά υπάρχει εις τον τελούμενον Μέγαν Αγιασμόν της παραμονής των
Θεοφανείων και εκείνον της κυρίας ημέρας της Εορτής. Ουχί ορθώς
νομίζεται ότι δήθεν τελείται την παραμονήν «μικρός Αγιασμός» και την
επομένην ο «Μέγας». Πρόκειται περί στοιχειώδους αγνοίας και πλάνης. Και
εις τας δύο περιπτώσεις πρόκειται περί του Μεγάλου Αγιασμού.
Μικρός Αγιασμός είναι ο συνήθως κατά
μήνα τελούμενος (εις τους Ί. Ναούς και εις οικίας των χριστιανών), ως
και εις διαφόρους τελετάς (εγκαινίων οικιών, καταστημάτων και
ιδρυμάτων, εις θεμελιώσεις κτισμάτων ή επί τη ενάρξει της χρήσεως και
λειτουργίας των κ.λπ.). Ο δε Μέγας Αγιασμός τελείται μόνον δις του
έτους (τη 5η και τη 6η Ιανουαρίου) εν τω Ναώ.
2. Ο Μέγας Αγιασμός φυλάσσεται καθ'
όλον το έτος εν τω Ναώ. Φυλάσσεται δε πάντως ουχί άνευ λόγου. Και ο
λόγος δεν είναι άλλος, ει μη δια να «μεταλαμβάνεται» υπό των πιστών,
υπό ωρισμένας συνθήκας και προϋποθέσεις. Συνηθισμένη είναι η περίπτωσις
πού αφορά εις τους διατελούντος υπό επιτίμιον του πνευματικού,
κωλύον την συμμετοχήν αυτών εις την Θείαν Κοινωνίαν, προς καιρόν, και
είθισται να δίδεται εις αυτούς, προς ευλογίαν και παρηγορίαν των, Μέγας
Αγιασμός. Ουδέν κώλυμα υφίσταται προς τούτο, εφ' όσον μάλιστα
ευρίσκονται εν μετάνοια και εξομολογήσει. Απαραιτήτως όμως πρέπει να
συνειδητοποιούν ότι ο Μέγας Αγιασμός δεν υποκαθιστά ούτε αντικαθιστά
την Θείαν Κοινωνίαν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, προς την
οποίαν οφείλουν να προετοιμάζωνται, δια της μετανοίας και απαλλαγής εκ
των υπό της αμαρτίας κωλυμάτων, δια να αξιωθούν να κοινωνήσουν το
ταχύτερον.
3. Ερωτάται, εάν ο Μέγας Αγιασμός
δύναται να φυλάσσεται και κατ' οίκον και να πίνωσιν εξ αυτού εν ώραις
ασθενειών και κινδύνων και προς αποτροπήν βασκανίας ή άλλων
απευκταίων καταστάσεων.
Η απάντησις είναι θετική. Παρέχεται εξ
αυτού τούτου του ιερού κειμένου της Ακολουθίας του Μεγάλου Αγιασμού,
υπό των οποίων προβλέπεται «ίνα πάντες οι αρυόμενοι και
μεταλαμβάνοντες έχοιεν αυτό (το ηγιασμένον ύδωρ...) προς ιατρείαν
παθών, προς αγιασμόν οίκων, προς πάσαν ωφέλειαν επιτήδειον», και δη και
«δαίμοσιν ολέθριον, ταις εναντίαις δυνάμεσιν απρόσιτον». (Πρβλ. και
συναφή ευχήν εις βασκανίαν «φυγάδευσαν και απέλασαν πάσαν διαβολικήν
ενέργειαν, πάσαν σατανικήν έφοδον και πάσαν επιβουλήν... και οφθαλμών
βασκανίαν των κακοποιών ανθρώπων»).
Αναντιρρήτως χειραγωγείται ούτως ο
πιστός να αποφεύγη αλλάς διεξόδους («ξόρκια», μαγείας και τα πλέον
απίθανα παρασκευάσματα των αφελών και μεθοδείας του πονηρού), και να
καταφεύγη εις τα έγκυρα της Εκκλησίας «αγιάσματα», ως ο Μέγας Αγιασμός,
(αλλά και ο «μικρός» λεγόμενος αγιασμός), ως συνειδητόν μέλος της
Εκκλησίας και μέτοχος των αγιαστικών αυτής μέσων, ως ταμειούχου της
θείας χάριτος.
Προϋποτίθεται βεβαίως ότι εις τας
οικίας, οπού φυλάσσεται ο Μέγας Αγιασμός, και η κανδήλα θα ανάπτεται
και θα καίει επιμελώς, και η ευλάβεια θα υπάρχη εις τα μέλη της
οικογενείας, τους συζύγους και τα παιδιά, θα αποφεύγεται δε πάσα αιτία
φυγαδεύουσα την Θείαν χάριν (βλασφημίαι ή άλλαι ασχημοσύναι).
4. Προκειμένου, τέλος, περί της
σχέσεως της νηστείας προς την λήψιν του Μεγάλου Αγιασμού και περί των
εν γένει προϋποθέσεων της φυλάξεως αυτού κατ' οίκον παρατηρούμεν τα
ακόλουθα.
Η ιστορική αρχή του Μεγάλου Αγιασμού
έχει ως εξής. Την παραμονήν των Θεοφανείων εγίνετο —όπως και το Πάσχα
και την Πεντηκοστήν— η βάπτισις των Κατηχουμένων. Τα μεσάνυκτα ετελείτο
ο αγιασμός του ύδατος δια την βάπτισιν αυτών. Εισήχθη δε συνήθεια να
λαμβάνουν οι χριστιανοί εκ του ύδατος τούτου και να το φέρουν εις τους
οίκους των εις ευλογίαν, ως μαρτυρεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
(Λόγος εις το άγιον βάπτισμα του Σωτήρος Ρ.Ο. 49,366)· και μάλιστα το
διετήρουν επί ολόκληρον έτος. «Δια τούτο και εν μεσονύκτιο κατά την
εορτήν ταύτην άπαντες υδρευσάμενοι, οίκαδε τα νάματα αποτίθενται, και
εις ενιαυτόν ολόκληρον φυλάττουσιν». Η ακολουθία του αγιασμού αργότερα
απεμονώθη από το βάπτισμα —μολονότι διετήρησε πολλά στοιχεία αυτού.
Παρέμεινε δε η συνήθεια να λαμβάνουν οι πιστοί εκ του ηγιασμένου ύδατος
εις τον οίκον των, «προς αγιασμόν οίκων», κατά την καθαγιαστικήν
ευχήν.
Ενωρίς, εξ άλλου, καθιερώθη η παραμονή
των Θεοφανείων ως ήμερα νηστείας, τοσούτο μάλλον καθόσον ήτο
διετεταγμένον: «προνηστευσάτω ο βαπτιζόμενος και ο βαπτίζων»" και όχι
μόνον αυτοί, αλλά και οι οικείοι των, και όσοι άλλοι εθελοντικώς
ετέλουν νηστείαν «υπέρ των βαπτιζομένων» (παλαιοχριστιανικόν έθος
ευάρεστον τω θεώ, και θα ελέγομεν αξιοσύστατον). Υπήρχον ήδη εν τοιαύτη
περιπτώσει δύο λόγοι νηστείας την παραμονήν των Θεοφανείων αφ' ενός
δια την εορτήν, ως και εις αλλάς Δεσποτικός και Θεομητοριικάς εορτάς,
εν προκειμένω μιας μόνον ημέρας, δια το εόρτιον κλίμα του Δωδεκαημέρου
των Χριστουγέννων και αφ' έτερου «υπέρ των βαπτιζομένων», ως
προεγράφη. Δεν ήτο δύσκολον να εκληφθή και η συγκυρία του Μεγάλου
Αγιασμού ως πρόσθετος λόγος νηστείας, χωρίς αύτη να έχη αιτιώδη σχέσιν
με αυτόν.
Μεταφέροντες δε το ζήτημα εις την
σημερινήν «πράξιν», θα είπωμεν, εν όψει των ανωτέρω, ότι οι μεν
τακτικώς μεταλαμβάνοντες των αχράντων μυστηρίων και τηρούντες ευλαβώς
τας υπό της Εκκλησίας νενομισμένας νηστείας —μεταξύ των οποίων
συγκαταλέγεται και η της παραμονής των Θεοφανείων, είναι ήδη έτοιμοι
να πίωσι τον Μέγαν Αγιασμόν κατά το διήμερον της Εορτής ταύτης. Δια δε
τους λαμβάνοντας αυτόν περιστασιακώς, ως ορίζει εις αυτούς ο
πνευματικός των, ενδείκνυται να τελούν την σχετικήν νηστείαν.
Και οι εκτάκτως μεταλαμβάνοντες κατ'
οίκον του Μεγάλου Αγιασμού, εν ώραις ασθενειών, κινδύνων κ.λπ., μετά ή
άνευ νηστείας, πάντως ας φροντίζουν να μη υστερούν εις πνευματικήν
νηστείαν, απέχοντες «από παντός μολισμού σαρκός και πνεύματος,
επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β' Κορ. 7,1)
Δεν υπάρχουν σχόλια :