Απόστολος Ανδρέας | |
Ο πρωτόκλητος Ανδρέας | |
Γέννηση | Αρχές 1ου αιώνα, Βηθσαϊδά |
Κοίμηση | Μέσα προς τέλη 1ου αιώνα, Πάτρα |
Εορτασμός | 30 Νοεμβρίου |
Σημαντικές ημερομηνίες | 49 μ.Χ. Αποστολική Σύνοδος |
Τίτλος | Απόστολος |
Ο Απόστολος Ανδρέας (Ανδρεύς ή Ανδρείας), ο επονομαζόμενος και πρωτόκλητος, αποτέλεσε ένα εκ των δώδεκα μαθητών και αποστόλων του Ιησού Χριστού. Φέρων ελληνικό όνομα, όντας αδελφός του Αποστόλου Πέτρου και μαθητής του Ιωάννη του βαπτιστή, ήταν ο πρώτος μαθητής που κλήθηκε από τον Κύριο. Ανήκε στο στενό κύκλο των μαθητών και διήγαγε δραστήριο αποστολικό βίο, όπου κατέληξε κατά την παράδοση σε μαρτυρικό θάνατο στην πόλη της Πάτρας. Οι πληροφορίες που λαμβάνουμε από τα ευαγγέλια για το βίο του είναι πενιχρές[1], ενώ η παράδοση και η απόκρυφη γραμματεία είναι πλούσιες σε αναφορές.
Βίος
Καινή Διαθήκη
Ο Απόστολος Ανδρέας καταγόταν από την ελληνιστική πόλη Βηθσαϊδά (Ιω. 1,44), εξού και έλαβε ένα καθαρά ελληνικό όνομα. Υπήρξε ο πρωτόκλητος μαθητής του Ιησού και ήταν αδελφός του Αποστόλου Πέτρου. Ο πατέρας του ονομάζονταν Ιωνάς (Ματθαίος 16, 17) ή Ιωάννης
(Ιω. 1, 42. 21, 15-17) και η μητέρα του, κατά την παράδοση, Ιωάννα[2] και μαζί με τον αδελφό του εξασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά. Είχαν μάλιστα ως συνεργάτες τους αδελφούς Ιωάννη και Ιάκωβο, υιούς του Ζεβεδαίου (Λουκάς 5, 10). Δε γνωρίζουμε αν ήταν μεγαλύτερος αδελφός του Πέτρου ή μικρότερος καθώς και την οικογενειακή του κατάσταση[3]. Με βάση όμως τα ευαγγέλια προκρίνεται η άποψη ότι μάλλον ήταν νεότερος του Πέτρου και άγαμος, αφού είχε εγκατασταθεί στο σπίτι του αδελφού στην Καπερναούμ[4]. Οι γραμματικές γνώσεις του επίσης, δε φαίνεται να ήταν πολλές[5].
(Ιω. 1, 42. 21, 15-17) και η μητέρα του, κατά την παράδοση, Ιωάννα[2] και μαζί με τον αδελφό του εξασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά. Είχαν μάλιστα ως συνεργάτες τους αδελφούς Ιωάννη και Ιάκωβο, υιούς του Ζεβεδαίου (Λουκάς 5, 10). Δε γνωρίζουμε αν ήταν μεγαλύτερος αδελφός του Πέτρου ή μικρότερος καθώς και την οικογενειακή του κατάσταση[3]. Με βάση όμως τα ευαγγέλια προκρίνεται η άποψη ότι μάλλον ήταν νεότερος του Πέτρου και άγαμος, αφού είχε εγκατασταθεί στο σπίτι του αδελφού στην Καπερναούμ[4]. Οι γραμματικές γνώσεις του επίσης, δε φαίνεται να ήταν πολλές[5].
Ο Ανδρέας ως χαρακτήρας φαίνεται πως ήταν περισσότερο συναισθηματικός από τον Πέτρο. Στο στενό κύκλο των μαθητών (Πέτρος, Ιωάννης, Ιάκωβος) φαίνεται πως ερχόταν κατά κάποιο τρόπο ύστερος, αφού ο Κύριος προτιμούσε σε σημαντικές περιστάσεις, όπως την ανάσταση του Ιαείρου και τη Μεταμόρφωση, να παίρνει μαζί του τους άλλους τρεις μαθητές. Χαρακτηριστικό αυτού του γεγονότος είναι, πως ενώ άλλοτε οι ευαγγελιστές (Ματθαίος, Λουκάς) τον έχουν δεύτερο στην κατάταξη, άλλοτε τον έχουν ως τέταρτο (Μάρκος και Λουκάς, στις Πράξεις). Ο ίδιος όμως φαίνεται ιδιαίτερα προσηνής και υπάκουος, αφού ποτέ δεν έδειχνε να δυσανασχετεί[6]. Η ένταξή του στο μαθητικό κύκλο του Ιωάννη βαπτιστή δείχνει πως ήταν ανήσυχο πνεύμα με έντονες θρησκευτικές αναζητήσεις, γι αυτό και αφιέρωνε πολύ χρόνο κοντά στο πρόδρομο του Κυρίου.
Χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές της κλήσης του. Καθώς μια μέρα ο Ιωάννης ο πρόδρομος είδε τον Ιησού να περιπατεί στον περίχωρο του Ιορδάνη, απευθύνθηκε στους Ιωάννη και Ανδρέα λέγοντάς τους πως Αυτός είναι ο αμνός του Θεού (Ιω. 1, 36). Ο Ανδρέας όσο και Ιωάννης ακολούθησαν τον Ιησού, διστάζοντας όμως να τον πλησιάσουν. Τότε τους πλησίασε ο ίδιος ρωτώντας τους, τι θέλουν; Έτσι οι Ανδρέας και Ιωάννης τον ρώτησαν που μένει γιατί επιθυμούσαν να τον επισκεφτούν και να του μιλήσουν ιδιαιτέρως (Ιω. 1, 29). Χαρακτηριστική επίσης είναι η περιγραφή του Ευαγγελιστή Ιωάννη (1, 39):
-
- "ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ' αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη." (1, 40).
Η πολύωρη παραμονή αυτή δε θα πρέπει να παραξενεύει τον αναγνώστη καθότι οι δύο μαθητές είχαν κατηχηθεί από τον Ιωάννη τον πρόδρομο. Άμεσα ο Ανδρέας, προφανώς εντυπωσιασμένος, μίλησε στο αδελφό του Πέτρο λέγοντας με εμφατικό τρόπο πως "εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός·" (1, 41). Ουσιαστικά δηλαδή ο Ανδρέας ήταν ο "νυμφαγωγός" του Αποστόλου Πέτρου στο μαθητικό κύκλο. Ο Ανδρέας εμμέσως ήταν αυτός που οδήγησε και το Φίλιππο στον Αποστολικό κύκλο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Φίλιππος άμεσα ακολούθησε μετά την κλήση του τον Κύριο (Ιω. 1, 43-4). Προφανώς είχε ενημερωθεί πρωτύτερα[7]. Ο Φίλιππος μάλιστα θα γίνει ο αχώριστος φίλος του Ανδρέα[8], όπως διακρίνουμε από τις ευαγγελικές και περιγραφές, στο θαύμα του χορτασμού των πεντάκις χιλίων ή στην περίπτωση των ελληνιστών Ιουδαίων (Ιω. 12, 20-23).
Ο Ανδρέας, όπως και ο Πέτρος παρότι ακολουθούσαν τον Ιησού σχεδόν παντού δεν εγκατέλειψαν το επάγγελμα του ψαρά άμεσα, προφανώς λόγω των προσωπικών τους υποχρεώσεων. Μετά τη σύλληψη πάντως και τη θανάτωση του Ιωάννη του βαπτιστή, ο Κύριος άφησε τη Ναζαρέτ και εγκαταστάθηκε στην Καπερναούμ κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ, όπου διέμενε και ο Ανδρέας. Τότε ο Ιησούς τους κάλεσε να εγκαταλείψουν το ψάρεμα και να τον ακολουθήσουν αποκλειστικά ως μαθητές του (Ιω. 4, 18-20, Μαρκ 1, 16-18). Στις περιγραφές της Καινής Διαθήκης και τις εμφανίσεις του Ιησού μετά την ανάσταση Του, συναντάμε πάντα τον Απόστολο Ανδρέα να είναι παρών. Από εκεί και πέρα η Καινή Διαθήκη σιωπά για τον Απόστολο αυτό.
Η πορεία του
Ο Ανδρέας μαζί με τους άλλους Αποστόλους κήρυξε στη Σινώπη του Πόντου έχοντας ως ορμητήριο μία νησίδα κοντά στη Σινώπη. Μαζί με Ματθία και άλλους μαθητές κατευθύνθηκαν προς την Αμισό (Σαμψούντα), όπου ίδρυσαν εκκλησία. Περιήλθε συνάμα την περιοχή της Ιβηρίας (Γεωργία), την Παρθυαία και επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα. Μετά από λίγο διάστημα πραγματοποίησε και δεύτερη περιοδεία όπου ακολούθησε την πορεία Αντιόχεια, Έφεσο, Λαοδίκεια Φρυγίας, Οδυσσούπολη Μυσίας, Νίκαια, Βιθυνία, Νικομήδεια, Χαλκηδόνα, Άμαστρη για να καταλήξει στη Σινώπη. Λίγο αργότερα επισκέφτηκε τη Σαμψούντα, τους Αλανούς, τους Ζήκχους, τους Βοσπορινούς και τους Χερσονήτες. Εν συνεχεία πέρασε από το Βυζάντιο, την Ηράκλεια της Θράκης, τη Μακεδονία και την Πελοπόννησο με τελικό σταθμό την Πάτρα, όπου το κήρυγμα και τα θαύματά του είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην τοπική κοινωνία.
Στην πόλη της Πάτρας και το μαρτύριό του
Την εποχή που βρέθηκε στην πόλη της Πάτρας ανθύπατοι ήσαν οι Λέσβιος και διάδοχός του ο Αιγεάτης. Ο ίδιος μάλιστα διέμενε στο σπίτι κάποιου μετεστραφέντα στο χριστιανισμό, Σώσιου. Ο Λέσβιος τελικώς εισήλθε στο χριστιανισμό, όπως και η γυναίκα του Αιγεάτη Μαξιμίλλα, εξ αιτίας δύο θαυμαστών θεραπειών που έπραξε υπέρ τους. Ο Αιγεάτης όμως μαινόμενος κατά του Αποστόλου εξαιτίας της μεταστροφής της γυναικός του, τον θανάτωσε με σταυρικό θάνατο, πιθανώς την εποχή τω διωγμών του Νέρωνα, αν και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί[9]. Σύμφωνα με την παράδοση και τις "Πράξεις του Αποστόλου Ανδρέα", έργο γνωστό στον Γρηγόριο Τουρώνης, ο ίδιος σταυρώθηκε δεμένος και όχι καρφωμένος σε παρόμοιο σταυρό με αυτόν που ο Κύριος σταυρώθηκε[10]. Πρέπει να τονιστεί ότι η παράδοση για σταυρικό μαρτύριο σε χιαστό Σταυρό (Crux decussata) κατά το θέλημα του ιδίου λόγω αναξιότητας, ανέρχεται σε λατινικές παραδόσεις του 12ου με 13ο αιώνα[11][12][13]. Η μνήμη του σύμφωνα με όλες τις διασωθείσες πηγές ανέρχεται στις 30 Νοεμβρίου[14].
Περί ιδρύσεως της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης
Σύμφωνα με μία άλλη παράδοση κατά τις "Πράξεις και περίοδοι του Αγίου αποστόλου και πανευφήμου Ανδρέου εγκωμίω συμπεπλεγμέναι" ο Ανδρέας πηγαίνοντας από τη Σινώπη προς την Πάτρα, εγκαθίδρυσε τον πρώτο επίσκοπο Βυζαντίου, τον Απόστολο Στάχυ. Για το γεγονός αυτό μάλιστα κάνει λόγο και το Συναξάρι της Κωνσταντινουπόλεως. Ιστορικές μαρτυρίες όμως για μία τέτοια πράξη δε φτάνουν σε εμάς σήμερα, αφού δεν έχουμε επαρκή δεδομένα που να συνηγορούν στην εμφάνιση χριστιανισμού στην περιοχή κατά την αποστολική εποχή[15]. Σύμφωνα πάντως με το χρονογράφο Γεώργιο Κεδρηνό[16] μέχρι την εποχή του Καρακάλλα (211-217) η εκκλησία του Βυζαντίου ήταν ακόμα οργανωμένη σε αρχαϊκή μορφή με πνευματικό αρχηγό πρεσβύτερο, ενώ κατά την εποχή του απέκτησε επίσκοπο. Ο Ωριγένης μας πληροφορεί πως ο Ανδρέας κήρυξε στη Σκυθία, όπως και ο Ευσέβιος[17], ενώ ο Ιππόλυτος στους Σκύθες, προσθέτει και τους Θράκες. Ο ψευδο-Δωρόθεος Τύρου επαναλαμβάνει την ίδια πληροφορία, τον 4ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτές τις πληροφορίες, δηλαδή τη δράση του Αποστόλου στη Θράκη, που το Βυζάντιο ήταν μέρος του, αλλά και την περιήγησή του στις γύρω περιοχές (Νικομήδεια, Νίκαια, Βιθυνία, Σινώπη, Σκυθία κλπ) θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως το Βυζάντιο δεν πρέπει να έμεινε έξω από τη δράση του Αποστόλου[18]. Από τον 8ο αιώνα και μετά πάντως θεωρήθηκε βέβαιο πως ο Απόστολος ήταν ο ιδρυτής της Βυζαντινής εκκλησίας.
Οστά και παραδόσεις
Τα λείψανά του από την πόλη της Πάτρας, όπως και τα λείψανα του Ευαγγελιστή Λουκά από τη Βοιωτία, μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από τον Κωνστάντιο, το γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τοποθετήθηκαν στο ναό των Αγίων Αποστόλων στις 3 Μαρτίου του 357. Το 550 κατατέθηκαν, χωρίς την κάρα, στην Αγία Τράπεζα του νέου ναού των Αγίων Αποστόλων, που ανήγειρε ο Ιουστινιανός. Παλιά δυτική παράδοση, η οποία με βάση τα ιστορικά στοιχεία παρουσιάζεται απίθανη[19], δέχεται ότι τα λείψανα του Αγίου μεταφέρθηκαν την εποχή του αυτοκράτορα Κωνστάντιου ή του Θεοδοσίου Β΄ στη Σκωτία (408-450) ή ακόμα και τον 9ο αιώνα. Στη Σκωτία μάλιστα υπάρχει πόλη Άγιος Ανδρέας, μητροπολιτική εκκλησία προς τιμήν του, τάγμα ιπποτικό ενώ η σημαία των Πίκτων και των Σκώτων είναι αφιερωμένη στον Απόστολο, γι αυτό και φέρει χιαστό σταυρό. Ύστερα μάλιστα με την ένωση με την Αγγλία φέρει και η Αγγλική σημαία[20]. Οι Λατίνοι το 1204 άρπαξαν τα λείψανα του Αποστόλου και τα κατέθεσαν 4 έτη αργότερα στον ναό του Αγίου Ανδρέα Αμάλφης.
Σύμφωνα με μία άλλη είδηση, μαθαίνουμε ότι η κάρα του Αγίου, που βρισκόταν στην Πάτρα από την εποχή του Αυτοκράτορα Βασιλείου του Μακεδόνος (867-884) μεταφέρθηκε στην Ιταλία το 1460 από τον επίσκοπο Θωμά Παλαιολόγο, υπό την απειλή της πτώσης των Πατρών στους Τούρκους. Η κάρα μεταφέρθηκε στην πόλη Νάρνια το 1461 και την επόμενη χρονιά στη Ρώμη, καταλήγοντας στο ναό του Αγίου Πέτρου το 1464. Το 1964 ο Πάπας Παύλος Στ΄, την επέστρεψε στην εκκλησία των Πατρών. Στις 19 Ιανουαρίου του 1980 ο Αρχιεπίσκοπος Μασσαλίας Ρογήρος Ετσεγκαραί μετέφερε στην Πάτρα το Σταυρό του Αποστόλου, που είχε μετακινηθεί από την Κων/πολη το 1250.
Το ιστορικό πρόσωπο του Αποστόλου Ανδρέα και ο οικουμενικός διδάσκαλος
Εισαγωγή
Οι πληροφορίες που λαμβάνουμε για το βίο του Αποστόλου Ανδρέα, μέσα από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, είναι λιγοστές. Σε σχέση όμως με άλλους μαθητές και αποστόλους που η μόνη πληροφορία που έχουμε είναι το όνομά τους, είναι σαφώς περισσότερες. Τα συμπεράσματα λοιπόν που μπορούν να εξαχθούν με βάση την ιστορική έρευνα της εποχής για τη μορφή και το ρόλο του Αποστόλου Ανδρέα, όσο δύσκολο και αν είναι να επιτευχθούν και με την όποια επιφύλαξη[21], μπορούν να μας δώσουν μια εικόνα της ιστορικής του μορφής, ξέχωρα από τη συνήθη θεολογική προέκταση και τη συμβολική διαμόρφωση του προσώπου του μέχρι σήμερα[22].
Αρχικώς θα πρέπει να επισημανθεί πως συνάμα με τις υπεμφαίνουσες θρησκευτικές ανησυχίες του σαν ακόλουθος του βαπτιστή Ιωάννη, ο Ανδρέας ήδη πρέπει να είχε μία σημαντική εμπειρία ιεραποστολικής δραστηριότητας. Αλλά και η οικειότητα που επιδεικνύει κατά στην περίπτωση των ελληνιστών Ιουδαίων, δείχνει πως ο Ανδρέας δεν είχε απλώς μεγαλύτερη οικειότητα με τον Κύριο, αλλά πως είχε και ένα ρωμαλέο χαρακτήρα. Γι αυτό και δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται ως τυχαία η κίνηση των ελληνιστών να απευθυνθούν προς το Φίλιππο και τον Ανδρέα, που ήσαν οι δύο μαθητές με τα πλέον Ελληνικά ονόματα. Προφανώς δηλαδή οι ελληνιστές Ιουδαίοι γνώριζαν πως οι δύο αυτοί μαθητές ήταν τόσο οικείοι προς τον Ιησού, όσο και προς τον δικό τους κόσμο. Το ενδιαφέρον όμως εδώ έγκειται στο να δούμε σε ποιο περιβάλλον μεγάλωσε ο Ανδρέας και ποιες απόρροιες προκύπτουν από αυτό ώστε να μελετηθεί σφαιρικότερα η προσωπικότητά του.
Ο ιστορικός "πρωτόκλητος"
Ο Ανδρέας λοιπόν καταγόταν από μία μικρή κωμόπολη της Γαλιλαίας τη Βηθσαϊδά. Η οικογένειά του προφανώς λειτουργούσε μέσα στα πλαίσια τη θρησκευτικής παραδόσεως της εποχής, αλλά η ονομασία που του έδωσαν δεικνύει και μία ενσυνείδητη ευαισθησία προς τον ελληνικό κόσμο, την ελληνική παράδοση και τον ελληνικό τρόπο ζωής και πολιτισμό, που στην περιοχή της Γαλιλαίας είχε έντονη παρουσία[23]. Προφανώς λοιπόν γνώριζε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα και γενικώς τον ελληνικό πολιτισμό, δε μπορούμε μάλιστα να απορρίψουμε και το ενδεχόμενο πως ίσως ανήκε σε οικογένεια ελληνιστών Ιουδαίων. Η διασύνδεσή του μάλιστα με τον έτερο απόστολο με ελληνικό όνομα, το Φίλιππο, συνειρμικά μας οδηγεί στην ενίσχυση του ελληνοκεντρικού χαρακτήρα της οικογένειάς του. Τα ονόματα αυτά, όπως μαθαίνουμε από το Ταλμούδ, χρησιμοποιούνταν στην εποχή του κυρίως από εξελληνισμένους Ιουδαίους. Μία τέτοια προοπτική γενικώς στο περιβάλλον που ζούσε δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου απίθανη.
Η Βηθσαϊδά όπως γνωρίζουμε σήμερα ήταν μία μικρή, όμορφη και σχετικά εύρωστη οικονομικά κωμόπολη, με έντονα πολιτιστικά στοιχεία. Χαρακτηριζόταν για την ανεκτικότητα και την οικουμενικότητα των κατοίκων της, ίσως κάτω από την επίδραση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού φορέα πολιτισμού, σε σημείο να χαρακτηρίζεται από τον Απόστολο των εθνών Παύλο, ως "Γαλιλαία των εθνών"[24]. Μόνο τυχαίο δε μπορεί να χαρακτηριστεί πως η Γαλιλαία αποδέχτηκε άμεσα το μήνυμα και τη διδασκαλία του Ιησού. Η Γαλιλαία προφανώς βρισκόταν μακριά από το σκληρό πυρήνα της σκέψης του νότου, τόσο σε εθνικό όσο και σε θρησκευτικό επίπεδο. Λειτουργούσε δηλαδή κατά κάποιο τρόπο και ο ελληνικός στοχασμός μέσα στον τρόπο ζωής των κατοίκων της[25]. Στη Γαλιλαία λοιπόν έγινε αποδεκτός ο ευαγγελικός λόγος, που άρχισε να κατανοείται ως μια οικουμενική υπόθεση και όχι ως μία παρέκκλιση από τον Ιουδαϊκό νόμο[26]. Εδώ θα λέγαμε πως συνυφαίνεται το αρχικό οικουμενικό μήνυμα, το οποίο εξ αρχής μπολιάζεται με αρκετά ελληνικά στοιχεία, αφού η μήτρα και φορέας των ιδεών των αποστόλων, και μάλιστα των ένδεκα από τους δώδεκα (πλην του Ιούδα του Ισκαριώτη), προέρχεται από τη Γαλιλαία. Ο ελληνισμός τελικά γίνεται εξ αρχής το όχημα του χριστιανισμού στην οικουμενική του αποστολή[27] και ο Ανδρέας είναι η πλέον χαρακτηριστική μορφή αυτής της προοπτικής, ως ο πρωτόκλητος και ο άνθρωπος που πρώτος ευαγγελίστηκε το μήνυμα της εύρεσης του Μεσσία[28].
Η συνήθης ιστορική συνειδηση, σχετικά με την εκπαίδευση του Απόστολου Ανδρέα, είναι πως ήταν αγράμματος. Με τα σημερινά δεδομένα όμως θα λέγαμε πως μια τέτοια πρόταση απορρίπτεται. Δε μπορούμε να πούμε βέβαια πως ήταν φορέας της ραβινικής υψηλής μόρφωσης ή οποιασδήποτε υψηλής μόρφωσης ή πως είχε μια ολοκληρωμένη μόρφωση[29], αλλά από τη μία η γλωσσομάθειά του (Ελληνικά, Αραμαϊκά, Εβραϊκά), από την άλλη η μόρφωση του Πέτρου, όπως διαφαίνεται μέσα από τις επιστολές του, δείχνει πως ήταν φορέας κανονικής μόρφωσης. Συνήθως η έννοια του αγράμματου στηρίζεται στην ευαγγελική φράση "ιδιώτες του λόγου" (Πράξεις 4, 13), αλλά κάτι τέτοιο αποδίδεται και στον Απόστολο Παύλο, που είναι γνωστό πως ήταν φορέας υψηλής μόρφωσης. Η λέξη "ιδιώτης του λόγου" προφανώς θα πρέπει να παραβληθεί στο ότι δεν είχε φοιτήσει σε ραβινική θεολογική σχολή[30]. Μία μάλιστα ακόμα αναθεωρητική άποψη των απομυθευτών είναι πως ο Ανδρέας και ο Πέτρος ανήκαν σε σχετικά εύπορη οικογένεια, αφού κατείχαν δικό τους καΐκι με μισθωτούς, σε μία λίμνη που φημιζόταν για την παραγωγικότητά της[31].
Ως οικουμενικός διδάσκαλος
Από όλη αυτή τη συλλογιστική που προκύπτει μέσα από την εξέταση του πλαισίου του οποίου ζούσε ο Απόστολος, αλλά και τα ευαγγέλια, ο Απόστολος Ανδρέας διαφαίνεται ως ένας αποφασιστικός άνθρωπος και ένα ανήσυχο και ερευνητικό πνεύμα. Δεν είναι μόνο πρωτόκλητος, αλλά και πρωτευαγγελιστής, με αποτέλεσμα να φαντάζει στα μάτια μας όχι απλώς ως ένας χαρισματικός και στοχαστικός άνθρωπος, αλλά και ως ένας ρεαλιστής με έντονη αίσθηση της ιστορίας και της πραγματικότητας[32]. Γι αυτό και δεν εκπλησσόμαστε για το σημαντικό αποστολικό έργο που διενήργησε σε οικουμενική διάσταση, ως φορέας αυτών των ιδεών και αντιλήψεων. Γι αυτό το λόγο παρατηρούμε πως ο Απόστολος Ανδρέας μετά το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού επεμβαίνει δυναμικά σε αυτό το αρχικό γίγνεσθαι της χριστιανικής ιστορίας με μία οικουμενική προοπτική για την έξοδο του χριστιανισμού από τα Ιεροσόλυμα και την Παλαιστίνη, προς τον κόσμο των εθνών[33]. Για τον ίδιο λόγο η εκκλησία της Ρωσίας, του Βυζαντίου, ακόμα και της Σκωτίας τον αναγορεύουν ως ιδρυτή τους.
Είναι χαρακτηριστικό πως όταν η Ρώμη και η δυτική εκκλησία θέλησε να προβάλλει το πρωτείο της με κυριαρχικές επιδιώξεις, ιδιοποιήθηκε τον Απόστολο Πέτρο με την έννοια της υπεροχικότητας έναντι τον υπολοίπων. Αντιθέτως η Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσω της εκκλησίας τής Κωνσταντινούπολης πρόβαλλε τον πρωτόκλητο Ανδρέα, όχι για την υπεροχικότητά του, αλλά αναγορεύοντάς τον ως οικουμενικό διδάσκαλο διότι εξέφραζε το μαθητή ο οποίος δεν ιδιοποιήθηκε τη δική του προσωπική εμπειρία, αλλά έσπευσε να την κοινοποιήσει και να τη μεταβιβάσει, διαμοιραζόμενος με τον αδελφό του Πέτρο, καθιστώντας κι αυτόν μέτοχο της θείας δόξας[34]. Με τον τρόπο αυτό προέβαλλε το πρωτείο της αγάπης και τη λειτουργία της διακονίας έναντι οποιασδήποτε κοσμικής εξουσίας και ιεράρχησης, νοώντας την κλήση και μετοχή μέσα στα οικουμενικά πλαίσια της κοινωνικότητας, της συλλογικότητας και της περιχώρησης. Αυτό το παράδειγμα επέδειξε ο οικουμενικός διδάσκαλος Ανδρέας, όχι δηλαδή των πρωτείων εξουσίας, αλλά των πρωτείων της διακονίας, της αγάπης και του διαλόγου. Η δυναμική και κυρίαρχη παρουσία του Πέτρου στον εκκλησιαστικό χώρο είναι δεδομένη και μη αμφισβητούμενη σε όλη τη χριστιανοσύνη. Το ίδιο όμως θα πρέπει να θεωρείται και η ιστορική παρουσία του Ανδρέα, ως οικουμενικού διδασκάλου.
πηγη: http://el.orthodoxwiki.org/%CE%91%CF%80%CF%8C%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%82_%CE%91%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%AD%CE%B1%CF%82
Δεν υπάρχουν σχόλια :