Τέλος, σαν άρχισε να ξημερώνει, ξύπνησε ξαφνικά ο Γέροντας και, βλέποντας το μαθητή του όρθιο στην ίδια θέση παραξενεύτηκε.
-Δεν πήγες να πλαγιάσεις ακόμη; Τον ρώτησε.
-Όχι Αββά δεν μου έδωσες ευλογία.
-Γιατί δεν με ξυπνούσες τέκνο μου
-Σε λυπόμουν που ήσουν κουρασμένος.
Είπαν μαζί τον όρθρο και έστειλε τον νέο ο Γέροντας να αναπαυτεί για λίγο. Εκείνος συνέχισε την προσευχή του. Μα ξάφνου έπεσε σε έκσταση και είδε μπροστά του θειο Άγγελο, ένα θρόνο που ακτινοβολούσε ουράνιο φως και επάνω του εφτά ολόχρυσα στεφάνια.
-Σε ποιον ανήκουν αυτά; Ρώτησε με θαυμασμό ο Γέροντας.
-Στον μαθητή σου, αποκρίθηκε ο Άγγελος. Τον τόπο και τον θρόνο του έχει ετοιμάσει προ πολλού, για την καλή υπακοή του ο Θεός. Μα τα εφτά στεφάνια, τα κέρδισε με μιας αυτή τη νύχτα.
Σαν ήλθε στον εαυτό του ο Γέροντας φώναξε τον μαθητή του και τον εξέταζε τι λογισμούς είχε την περασμένη νύχτα που είχε μείνει άγρυπνος. Ο νέος βασάνισε το μυαλό του για πολύ, μα ύστερα θυμήθηκε:
Εφτά φορές, Αββά μου, με πολέμησε ο λογισμός μου να πάω να πλαγιάσω χωρίς ευχή, μα αντιστάθηκα σε αυτόν και τελικά δεν πήγα. Εθαύμασε την καρτερία του υποτακτικού του ο Γέροντας, μα δεν του φανέρωσε το όραμα, για να μη τον ζημιώσει. Στους άλλους όμως υποτακτικούς το διηγιόταν συχνά για να πάρουν καλό παράδειγμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :