Και ήρξατο αυτοίς εν παραβολαίς λέγειν· αμπελώνα εφύτευσεν άνθρωπος και περιέθηκε φραγμόν και ώρυξεν υπολήνιον και ωκοδόμησε πύργον, και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς και απεδήμησε. και απέστειλε προς τους γεωργούς τω καιρώ δούλον, ίνα παρά των γεωργών λάβη από του καρπού του αμπελώνος. και λαβόντες αυτόν έδειραν και απέστειλαν κενόν. και πάλιν απέστειλε προς αυτούς άλλον δούλον· κακείνον λιθοβολήσαντες εκεφαλαίωσαν και απέστειλαν ητιμωμένον. και πάλιν άλλον απέστειλε· κακείνον απέκτειναν, και πολλούς άλλους, ους μεν δέροντες, ους δε αποκτέννοντες. έτι ουν ένα υιόν έχων, αγαπητόν αυτού, απέστειλε και αυτόν έσχατον προς αυτούς λέγων ότι εντραπήσονται τον υιόν μου. εκείνοι δε οι γεωργοί, θεασάμενοι αυτόν ερχόμενον, προς εαυτούς είπον ότι ούτος εστίν ο κληρονόμος· δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν, και ημών έσται η κληρονομία. και λαβόντες απέκτειναν αυτόν και εξέβαλον αυτόν έξω του αμπελώνος. τι ουν ποιήσει ο κύριος του αμπελώνος; ελεύσεται και απολέσει τους γεωργούς τούτους, και δώσει τον αμπελώνα άλλοις. ουδέ την γραφήν ταύτην ανέγνωτε, λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας· παρά Κυρίου εγένετο αύτη, και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών; Και εζήτουν αυτόν κρατήσαι, και εφοβήθησαν τον όχλον· έγνωσαν γαρ ότι προς αυτούς την παραβολήν είπε. και αφέντες αυτόν απήλθον.
Ο Ιησούς άρχισε να τους μιλάει με παραβολές: «Ένας άνθρωπος φύτεψε αμπέλι. Το περίφραξε, έσκαψε άνοιγμα κάτω από το πατητήρι κι έχτισε πύργο. Μετά το νοίκιασε σε γεωργούς κι έφυγε σε άλλον τόπο. Όταν ήρθε ο καιρός, έστειλε ένα δούλο στους γεωργούς για να πάρει το μερίδιο από τον καρπό του αμπελιού. Αυτοί τον έπιασαν, τον έδειραν και τον έστειλαν πίσω με άδεια χέρια. Τους έστειλε ξανά και άλλον δούλο· κι αυτόν τον χτύπησαν με πέτρες στο κεφάλι, τον κακοποίησαν και τον έδιωξαν. Έστειλε και άλλον και τον σκότωσαν. Και πολλούς άλλους έστειλε, από τους οποίους άλλους έδειραν κι άλλους σκότωσαν. Του έμεινε ένας ακόμα, ο αγαπημένος του γιος. Αυτόν τους τον έστειλε τελευταίον. «Θα σεβαστούν το γιο μου», σκέφτηκε. Οι γεωργοί όμως εκείνοι, όταν τον είδαν να έρχεται, είπαν μεταξύ τους: «αυτός είναι ο κληρονόμος· εμπρός να τον σκοτώσουμε, και η κληρονομιά θα ΄ναι δική μας». Τον έπιασαν, λοιπόν, τον σκότωσαν και τον πέταξαν έξω από τ΄ αμπέλι. Τι θα κάνει ο ιδιοκτήτης του αμπελιού; Θα έρθει και θα εξολοθρέψει αυτούς τους γεωργούς και θα δώσει το αμπέλι σε άλλους. Ούτε αυτόν το λόγο της Γραφής διαβάσατε; Ο λίθος που τον πέταξαν σαν άχρηστον οι οικοδόμοι, αυτός έγινε αγκωνάρι. Ο Κύριος το ΄κανε αυτό, και είν΄ αξιοθαύμαστο στα μάτια μας». Ήθελαν λοιπόν να συλλάβουν τον Ιησού, γιατί κατάλαβαν ότι γι΄ αυτούς την είπε την παραβολή. Φοβήθηκαν όμως το λαό κι έτσι τον άφησαν κι έφυγαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :