Και εγένετο παραπορεύεσθαι αυτόν εν τοις σάββασι δια των σπορίμων, και ήρξαντο οι μαθηταί αυτού οδόν ποιείν τίλλοντες τους στάχυας. και οι Φαρισαίοι έλεγον αυτώ ίδε τι ποιούσιν εν τοις σάββασιν ο ουκ έξεστι και αυτός έλεγεν αυτοίς· ουδέποτε ανέγνωτε τι εποίησε Δαυίδ ότε χρείαν έσχε και επείνασεν αυτός και οι μετ΄ αυτού; πως εισήλθεν εις τον οίκον του Θεού επί Αβιάθαρ αρχιερέως και τους άρτους της προθέσεως έφαγεν, ους ουκ έξεστι φαγείν ει μη τοις ιερεύσι, και έδωκε και τοις συν αυτώ ούσι; και έλεγεν αυτοίς· το σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος δια το σάββατον· ώστε κύριος εστίν ο υιός του ανθρώπου και του σαββάτου. Και εισήλθε πάλιν εις την συναγωγήν· και ην εκεί άνθρωπος εξηραμμένην έχων την χείρα. και παρετηρουν αυτόν ει τοις σάββασι θεραπεύσει αυτόν, ίνα κατηγορήσωσιν αυτού. και λέγει τω ανθρώπω τω εξηραμμένην έχοντι την χείρα· έγειρε εις το μέσον. και λέγει αυτοίς· έξεστι τοις σάββασιν αγαθοποιήσαι ή κακοποιήσαι; ψυχήν σώσαι ή αποκτείναι; οι δε εσιώπων. και περιβλεψάμενος αυτούς μετ΄ οργής, συλλυπούμενος επί τη πωρώσει της καρδίας αυτών, λέγει τω ανθρώπω· έκτεινον την χείρά σου. και εξέτεινε, και αποκατεστάθη η χειρ αυτού υγιής ως η άλλη.
Συνέβη κάποιο Σάββατο να βαδίζει ο Ιησούς μέσα από σπαρμένα χωράφια, κι οι μαθητές του, ενώ περπατούσαν, έτριβαν στάχυα και έτρωγαν τους σπόρους. Οι Φαρισαίοι τότε του έλεγαν: «Κοίτα, κάνουν το Σάββατο κάτι που δεν επιτρέπεται από το νόμο». «Ποτέ δε διαβάσατε στη Γραφή», τους λέει, «τι έκανε ο Δαβίδ, όταν βρέθηκε στην ανάγκη και πείνασε αυτός κι οι σύντροφοί του; Μπήκε στο ναό του Θεού τον καιρό που ο αρχιερέας ήταν ο Αβιάθαρ κι έφαγε τους άρτους της προθέσεως, που δεν επιτρέπεται από το νόμο να τρώνε παρά μόνο οι ιερείς, κι έδωσε μάλιστα και σ΄ αυτούς που ήταν μαζί του». Και τους έλεγε ο Ιησούς: «Το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο· όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο. Συνεπώς ο Υιός του Ανθρώπου εξουσιάζει και το Σάββατο». Ο Ιησούς μπήκε πάλι στη συναγωγή. Εκεί ήταν ένας άνθρωπος με παράλυτο χέρι, κι όλοι πρόσεχαν να δουν αν θα τον θεραπεύσει την ημέρα του Σαββάτου, για να τον κατηγορήσουν. Λέει τότε στον άνθρωπο με το παράλυτο χέρι: «Σήκω κι έλα εδώ στη μέση». «Επιτρέπει ο νόμος», τους ρωτάει, «να κάνει το Σάββατο κανείς καλό ή να κάνει κακό; Να σώσει μια ζωή ή να την αφήσει να χαθεί;» Αυτοί σιωπούσαν. Κι αφού έριξε σ΄ όλους μια ματιά με οργή, λυπημένος πολύ για την πώρωση της καρδιάς τους, λέει στον άνθρωπο: «Τέντωσε το χέρι σου». Εκείνος το τέντωσε, κι έγινε καλά το χέρι του σαν το άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :