Μία ψυχωφέλιμη ἱστορία πού δείχνει πόσο ἀπέχει ὁ εὐσεβισμός καί οἱ στενές ἠθικιστικές ἀντιλήψεις ἀπό τήν πίστη μας
Ὁ Πέτρος Γκουερέν ἦταν σπουδαῖος κλόουν. Τά χρόνια ὅμως πέρασαν, γέρασε καί δέν ἔβρισκε πιά δουλειά. Ἀπελπισμένος καί γιά νά μή πεθάνει τῆς πείνας, πῆρε τό δρόμο γιά ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στήν Παναγία. Ἴσως οἱ καλόγεροι νά τόν φιλοξενοῦσαν γιά λίγο. Πραγματικά, ὁ ἡγούμενος τόν κράτησε ἐκεῖ, γιά νά κάνει κάποιο θέλημα. Ὁ Πέτρος χάρηκε. Κι ἤθελε νά εὐχαριστήσει τήν Παναγία γι’ αὐτό. Δέν ἤξερε ὅμως γράμματα, γιά νά μπορεῖ νά διαβάζει στά μεγάλα βιβλία καί νά τῆς ψέλνει ὕμνους, ὅπως οἱ καλόγεροι. Ἀλλά κάτι σκέφτηκε νά κάνει κι αὐτός… Κι ἕνα μεσημέρι, πού οἱ καλογέροι ἡσύχαζαν στά κελιά τους, ὁ Πέτρος χάθηκε.
Ὁ ἡγούμενος, θέλοντας νά τόν στείλει σέ κάποιο θέλημα, ἔψαξε νά τόν βρεῖ. Τόν γύρεψε παντοῦ μά δέν φαινόταν πουθενά. Κάποια στιγμή πέρασε καί μπροστά ἀπ’ τή δυτική πόρτα τῆς ἐκκλησίας κι ἀπ’ τό μεγάλο τζάμι τῆς ἔριξε μία γρήγορη ματιά μέσα στήν ἐκκλησία. Καί τί νά δεῖ! Ὁ Πέτρος ἦταν μπρός στή μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγίας κι ἔκανε τοῦμπες καί χίλια δύο ἀκροβατικά. Μία περπατοῦσε μέ τά χέρια, μία ἰσορροποῦσε μόνο πάνω στό ἕνα χέρι, μία κυλοῦσε στηριγμένος στίς ἄκρες τῶν ποδιῶν καί τῶν χεριῶν σάν τροχός.
Ὁ ἡγούμενος, θέλοντας νά τόν στείλει σέ κάποιο θέλημα, ἔψαξε νά τόν βρεῖ. Τόν γύρεψε παντοῦ μά δέν φαινόταν πουθενά. Κάποια στιγμή πέρασε καί μπροστά ἀπ’ τή δυτική πόρτα τῆς ἐκκλησίας κι ἀπ’ τό μεγάλο τζάμι τῆς ἔριξε μία γρήγορη ματιά μέσα στήν ἐκκλησία. Καί τί νά δεῖ! Ὁ Πέτρος ἦταν μπρός στή μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγίας κι ἔκανε τοῦμπες καί χίλια δύο ἀκροβατικά. Μία περπατοῦσε μέ τά χέρια, μία ἰσορροποῦσε μόνο πάνω στό ἕνα χέρι, μία κυλοῦσε στηριγμένος στίς ἄκρες τῶν ποδιῶν καί τῶν χεριῶν σάν τροχός.
ἔβλεπε. Τά πέρασε γιά μεγέλη ἀσέβεια κι ἦταν ἕτοιμος νά τοῦ βάλει τίς φωνές. Ἦταν ἀκριβῶς ἡ στιγμή πού ὁ Πέτρος, ἀκουμπώντας μόνο πάνω στό κεφάλι του, ἔπαιζε στά πόδια του, τά γυρισμένα πρός τά πάνω, τό παλιό του μπαστούνι τῶν κλόουν. Κι εἶχε ἀναψοκοκκινίσει τό γέρικο πρόσωπό του κι εἶχαν φουσκώσει οἱ φλέβες τοῦ λαιμοῦ του καί ποτάμι ἔτρεχε ὁ ἱδρώτας ἀπό τό μέτωπό του.
Ἕτοιμος ἦταν νά τοῦ βάλει τίς φωνές ὁ ἡγούμενος. Μά ἐκείνη τή στιγμή τοῦ φάνηκε πώς εἶδε τήν Παναγία ἐκεῖ ἀπό τή μεγάλη εἰκόνα ν’ ἁπλώνει τό χέρι της, νά σκύβει καί μέ τήν ἄκρη τοῦ μανδύα της νά σκουπίζει τόν ἱδρώτα ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Πέτρου. Ἀνατριχίασε ὁ ἡγούμενος. Γονάτισε, σταυροκοπήθηκε καί ψιθύρισε τρέμοντας: » Συγχώρεσε μέ, Παναγία μου. Ἐσύ ξέρεις ποιός σέ τιμᾶ καί σέ δοξάζει καλύτερα …»
Δεν υπάρχουν σχόλια :