Πριν από λίγες ημέρες βρέθηκα στο Άγιον Όρος προσκεκλημένος της Ιεράς Μονής Καρακάλλου για την πανήγυρη των Αγίων Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, στο όνομα των οποίων τιμάται το Καθολικό της Μονής.
Όσες φορές και αν βρεθή κάποιος, στο Περιβόλι της Παναγίας, αισθάνεται σαν να ευρίσκεται εκεί για πρώτη φορά, αφού ο τόπος είναι αγιασμένος από την χάρη του Θεού, την παρουσία και τις πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου και τις προσευχές μυριάδων αγίων Πατέρων, οι οποίοι εγκαταβίωσαν επί τόσους αιώνες στο αγιώνυμο Όρος, αλλά και τις δεήσεις όλων όσοι ασκούνται εκεί σήμερα.
Γι’ αυτό, ο άγιος αυτός τόπος, έλκει τις ψυχές των ανθρώπων, οι οποίοι κουρασμένοι, ιδιαίτερα σήμερα από τον κόπο και το βαρύ φορτίο μιας ψεύτικης κοσμικής ζωής, ζητούν μέσα από κάποιες «αποδράσεις», να βρουν αναψυχή, ηρεμία και γαλήνη.
Έτσι εξηγείται το γεγονός, ότι κάθε ημέρα, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες, που και τα σχολεία έχουν διακοπές, εισέρχεται στο Όρος πλειας ανθρώπων, στην πλειονοψηφία τους νέοι.
Αυτό διεπίστωσα κατά τις ημέρες της προσκυνηματικής μου παραμονής στο Άγιο Όρος και ιδιαιτέρως καθ’ όλην την διάρκεια της Ιεράς Πανηγύρεως της γεραράς και σεβασμίας Μονής του Καρακάλλου.
Οι προσκυνητές πολλοί, από διάφορα μέρη της Ελλάδος. Η αυλή της Μονής σου έδιδε την εντύπωση ενός χώρου, ο οποίος είχε ετοιμασθή ειδικά να υποδεχθή νέους ανθρώπους και να τους εισαγάγη με τρόπο πνευματικό στο Καθολικό, όπου η μυσταγωγία είναι ξεχωριστή και ο νους ξεκολλάει από τα γήινα, για να βρεθή σε σφαίρες ουράνιες.
Παιδιά τα οποία στον κόσμο, ζουν ένα «κοσμικό» βίο και ευρίσκονται σε άλλους ρυθμούς, αμέσως εγκλιματίζονται σε ένα ξεχωριστό τρόπο ζωής. Από την συνήθη βοή, βρίσκονται στην ησυχία και στη γαλήνη.
Από το προσπέρασμα ανθρώπων «αγνώστων» που δεν σηκώνουν τα μάτια τους, να δουν ποιός περνάει δίπλα τους, εκτός αν το ενδιαφέρον τους κεντρίζει η περιέργεια η οι ταπεινές επιθυμίες, βρίσκονται μπροστά σε ανθρώπους, οι οποίοι αισθάνονται, ότι με όσους συναντώνται ως προσκυνηταί στο Μοναστήρι, είναι σαν να γεννήθηκαν και να μεγάλωσαν στο ίδιο σπίτι.
Από εκεί που δεν ακούνε «καλημέρα» αυτά τα παιδιά και αισθάνονται, εν πολλοίς, αφόρητη μοναξιά, βρίσκονται μπροστά σε χαρούμενα πρόσωπα, που παρά τα ασκητικά τους χαρακτηριστικά, αναπαύουν με την καθαρή και γαλήνια ματιά τους.
Ο χαιρετισμός εγκάρδιος, το ενδιαφέρον πνευματικό, η φιλοξενία ολόψυχη.
Βεβαίως ανάμεσα στους νέους, αλλά και τους άλλους προσκυνητάς υπάρχουν εκείνοι που έχουν πνευματική παιδεία, από τον πνευματικό τους πατέρα και από άλλους πνευματικά καλλιεργημένους ανθρώπους, οι οποίοι δεν απολείπουν, ευτυχώς, από τον κόσμο και αποτελούν πνευματικές οάσεις σε ώρες «καύσωνος» μεγάλου.
Το «σοκ» είναι δυνατό, η εμπειρία συγκλονιστική και πρωτόγνωρη για τους νέους οι οποίοι επισκέπτονται για πρώτη φορά το Άγιο Όρος.
«Και τι δεν έχω ακούσει», μου είπε ένας φοιτητής, «για το Άγιο Όρος. Θετικά και αρνητικά. Και επειδή θέλω να είμαι ειλικρινής, τα περισσότερα ακούσματα, από φίλους και γνωστούς σε διάφορες συζητήσεις, ήταν αρνητικά.
Όμως, αυτό ήτο κυρίως, που με ώθησε περισσότερο, ώστε να βρεθώ σήμερα εδώ. Ήθελα να διαπιστώσω με τα ίδια μου τα μάτια, «πως είναι» το Άγιο Όρος. Ήθελα να δω αυτούς τους «απόκοσμους», «τους ριψάσπιδες της ζωής κλπ.», που κλείστηκαν στα Μοναστήρια, ενώ θα μπορούσαν να προσφέρουν από άλλη σκοπιά και από άλλες θέσεις στην κοινωνία».
- Ήλθε η ώρα για την Ιερά Αγρυπνία της Πανηγύρεως. Άρχισε ο μεγάλος Εσπερινός με τους χορούς των Αγιορειτών πατέρων, να ψάλουν τα αργά κατανυκτικά αγιορείτικα μέλη, που σε κάνουν να λησμονής, ότι είσαι στη γη μεταξύ ανθρώπων, αλλ’ ότι στον ουρανό ευρίσκεσαι, όπου το Φως το αιώνιο, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και οι Θείοι αυτού Θεράποντες, ως αστέρες πάμφωτοι με πρώτη την Υπεραγία Θεοτόκο, υμνούν μετά των Αγγελικών Δυνάμεων την Τρισήλιο δόξα Του.
Οι επίγειοι άγγελοι, οι μοναχοί, με τα κεριά και την «ευχή» φωτίζουν το σκοτάδι του κόσμου και βοηθούν τις ψυχές, να βρεθούν σε πνευματικούς αναβαθμούς.
Κράτησε όλη την νύχτα η Αγρυπνία, με την μικρή διακοπή κατά την ώρα της Λιτής, όπως συνηθίζεται στο Άγιο Όρος. Αλλά τι λέγω «διακοπή», αφού οι πατέρες συνεχίζουν την υμνολογία στο Καθολικό.
Απλώς εδόθη η ευκαιρία σε κάποιους, να γευθούν, ένα κέρασμα μοναστηριακό και την παραδοσιακή ρακή για τον «κόπο» της Αγρυπνίας που μαζί με την τράπεζα, θα τελείωνε την άλλην ημέρα στις 9.30, με την κοσμική ώρα.
Εκεί, μέσα στο κατανυκτικό, ξεχωριστό, ουράνιο κλίμα, στο κλίμα της πνευματικής ανατάσεως και ουράνιας μυσταγωγίας, της θείας και πρωτόγνωρης για κάποιους εμπειρίας που προσφέρει η ευωδία του τόπου, το θυμίαμα, αλλά και τα χαριτόβρυτα Λείψανα των Αγίων και οι θαυματουργές Εικόνες, με σκυφτό το κεφάλι, σαν αγγελικές πλέον και όχι ανθρώπινες φιγούρες, αυτά τα νέα παιδιά βιώνουν, πιστεύω απολύτως, με το δικό τους τρόπο, ξεχωριστά, την ουράνια χάρη.
Ήλθε η ώρα της ουράνιας «αμοιβής», της μετοχής στο Ποτήριο της Ζωής. «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε».
Πέρασαν πρώτα οι Μοναχοί, ακολούθησαν «οι κοσμικοί», όσοι ήταν έτοιμοι για την Θεία Κοινωνία, κατά την τάξη. Καθώς κρατούσα το Άγιο Ποτήριο στα χέρια μου και μετέδιδα τον Άρτο της Ζωής, έβλεπα τα νέα παιδιά, να προσέρχωνται με συγκλονισμό, πόθο και ζήλο ιερό, επιθυμία σφοδρά της κοινωνίας με τον Θεό, για να γευθούν του Παναγίου Σώματος και του Τιμίου Αίματος του Σωτήρος Χριστού.
Τα πρόσωπα έλαμπαν φωτισμένα από το φως των κεριών και των καντηλιών και έδιδαν απλά και ελεύθερα, χωρίς να μπορούν να το κρύψουν, την αίσθηση της πληρότητος και του «ουρανίου χορτασμού».
Και κατά την ώρα της τραπέζης, ξεχωριστά είναι τα βιώματα για τους νέους. Εκεί στην μοναστηριακή τράπεζα, ο άνθρωπος αισθάνεται η μάλλον βιώνει την αλήθεια, ότι είναι, «μικτός προσκυνητής επόπτης της ορωμένης κτίσεως και μύστης της νοουμένης» (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος).
Ο νέος που μου μίλησε στην αρχή, με ξανασυνάντησε. Τον ήκουσα μετά πολλής προσοχής. Σας μεταφέρω, όσα μου είπε στη συνέχεια και τα συμπεράσματα δικά σας.
«Δεν έφυγα, ούτε λεπτό από την Ακολουθία. Δεν βγήκα όλη τη νύχτα από την Εκκλησία. Δεν αισθάνθηκα, ότι κουράστηκα.
Στον κόσμο έξω, δεν μπορώ να κρατήσω ανοιχτά τα μάτια μου. Έχω διασκεδάσει πολύ, μαζί με φίλους μου σε διαφόρους χώρους, ημέρα και νύκτα. Έχω κάνει διακοπές με παρέες, σε διάφορα μέρη της Ελλάδος.
Ποτέ δεν έχω αισθανθή αυτό το ρίγος ψυχής, αυτό το δέος, την μοναδική εμπειρία που έζησα, ευρισκόμενος για πρώτη φορά στο Άγιο Όρος. Αυτοί «οι απόκοσμοι», «οι φυγόπονοι», με κέρδισαν με το βλέμμα τους, με την ηρεμία του προσώπου τους, με τον εγκάρδιο χαιρετισμό.
Βρήκα ένα άλλο τρόπο ζωής, άκουσα μέσα μου μιαν άλλη φωνή, συνάντησα «ανθρώπους», ένοιωσα ότι δεν είμαι μόνο σάρκα, ύλη, απόλαυση κοσμική. Μάλλον σήμερα ανακάλυψα την άλλη διάσταση, την πνευματική μέσα μου, η οποία τόσα χρόνια είχε καλυφθή από την τέφρα της κοσμικής μέριμνας και ακαταστασίας...».
Το βράδυ της ιδίας ημέρας, μετά τον μεθέορτο Εσπερινό και τα κτητορικά (το μνημόσυνο για τους κτήτορες της Μονής), σε ένα αίθριο έγινε μια συνάντηση με μεγάλη ομάδα Φοιτητών που βρίσκονταν στο Μοναστήρι.
Κάπου μαζί με τα άλλα παιδιά, είδα και τον νέο, που μου είπε τα παραπάνω λόγια. Πολλά από τα παιδιά είχαν ξαναπάη στο Άγιο Όρος. Όλα διεβεβαίωσαν, ότι κάθε φορά «που επιτρέφουν» εκεί, στον τόπο της Παναγίας, είναι σαν να πάνε για πρώτη φορά.
Φεύγοντας, με χαιρέτησε με σεβασμό ο πρώτος συνομιλιτής μου και έσκυψε να μου ασπασθή το χέρι, λέγοντάς μου:
«Δέσποτα, βοηθήστε μας να ζήσωμε ένα άλλο τρόπο ζωής, βοηθήστε μας να ακούσωμε μίαν άλλη φωνή. Δώστε μας ελπίδα, δύναμη και παρηγοριά. Ανοίξτε μας δρόμο...»
Συγκινημένος από αυτή την συνάντηση και το όλο κλίμα της λαμπράς και φωτοφόρου πανηγύρεως, είπα δυό λόγια από τα βάθη της ψυχής μου, στον νεαρό συνομιλητή μου: «Μη φοβάσαι παιδί μου. Ο Θεός δεν αφήνει κανένα απαράκλητο.
Σήμερα φώτισε και απάλυνε την δική σου καρδιά. Αύριο άλλου, άλλων παιδιών. Συνέχισε, παιδί μου, να διηγήσαι τις συγκλονιστικές εμπειρίες που έζησες στο περιβόλι της Παναγίας και να τις κάνης τρόπο ζωής. Εσύ με την απλότητά σου, την νεότητά σου και τον δικό σου τρόπο, θα κάνης πολύ μεγαλύτερο καλό απ’ ότι θα κάνωμε εμείς. Εμείς παιδί μου, σας περιμένομε με ανοιχτή την αγκαλιά, να σας προσαγάγωμε στον ουράνιο Νυμφίο, στο Ποτήριο της Ζωής...».
Στο μυαλό μου ήλθαν τα λόγια του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου για το δικό μας χρέος: «Υπέρ του κόσμου προσευχόμεθα ελεούντες και οικτίροντες τους εν διαστρόφω βίω ζώντας, τους εν αιρέσεσι, τους εν πλάνη εσφιγμένους, τους εν έθνεσιν εσκοτισμένους...».
Δεν υπάρχουν σχόλια :