Πατρῶν
κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Ἡ 29η Μαΐου κάθε χρόνο,
μᾶς μεταφέρει στίς φοβερές σκηνές τῆς καταστροφῆς, τῆς Ἁλώσεως
τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων, καί γόνυ καρδίας κλίνομε μπροστά στήν μνήμη
ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν ἐπί τῶν
ἐπάλξεων, μέ πρῶτο τόν μάρτυρα Αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο
ὑπέρ τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Πίστεως καί τοῦ Γένους
ἡμῶν.
Στήν ἱστορική αἴθουσα
τῆς Διακιδείου Σχολῆς Λαοῦ Πατρῶν, κατά τήν διάρκεια
σεμνῆς τελετῆς, τελέσαμε Tρισάγιο ὑπέρ ἀναπαύσεως
τῶν ψυχῶν τῶν ἀοιδίμων καί μακαριστῶν προμάχων
τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου καί τῶν
σύν αὐτῷ, καί ἀναβαπτιστήκαμε γιά μιά ἀκόμη φορά στήν
κολυμβήθρα μέ τά νάματα τῶν ζωπύρων τῆς Ὀρθοδόξου πατρίδος
μας.
Ὁ Ἱερός Κλῆρος, οἱ
Ἄρχοντες καί ὁ πολυπληθής Λαός, μέ τήν παρουσία τους ἐτίμησαν
τήν μνήμη τῶν ἡρώων καί μαρτύρων τῆς Ἁλώσεως καί ὁμολόγησαν
τήν ἀνάγκη διατηρήσεως νωπῆς τῆς μνήμης τῶν
ἡρωικῶν καί αἱματωμένων σελίδων τῆς φυλῆς μας.
Ἐφέτος ἀναπτύξαμε τό
θέμα: «Ἁγια-Σοφιά ἡ δόξα
τῆς Ρωμηοσύνης».
Ἀντί ἄλλου ἄρθρου,
δημοσιεύομε ἕνα μέρος ἀπό τήν ὁμιλία μας αὐτή (θά
τυπωθῇ καί θά δημοσιευθῇ ὁλόκληρη προσεχῶς), καί πρός
τιμήν τῶν μαρτύρων προασπιστῶν τῆς Πόλεως, ἀλλά καί
πρός ἡμετέραν διδαχήν. Εἴπαμε λοιπόν μεταξύ τῶν ἄλλων:
«...Σέ
καιρούς δύσκολους, στήν οὐσία καί ὄχι μόνο στήν θεωρία, σέ καιρούς
πολύ δύσκολους γιά τήν χώρα μας, στούς ὁποίους φτάσαμε μετά ἀπό
διάβρωση τοῦ πνευματικοῦ μας κάστρου πού γινόταν χρόνια τώρα,
καλούμεθα, ἀτενίζοντας τήν Ἁγια-Σοφιά καί μελετῶντας τίς
σελίδες δόξας καί πόνου, νά στηρίξωμε μέ τούς ὤμους μας, αὐτό τό
μέγα οἰκοδόμημα, ὥστε νά στεγάσωμε μέ ἀσφάλεια τά παιδιά μας
καί τά ἐγγόνια μας, τίς ἐπερχόμενες δηλαδή γενιές.
Γιατί, ὅπως λέγει ὁ
Παλαμᾶς,
«Χρωστᾶμε
σ’ ὅσους πέρασαν, θαρθοῦν καί θά περάσουν.
Κριτές θά
μᾶς δικάσουν, οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί».
Χρωστᾶμε
νά ξαναχτίσωμε τά ἐρείπια πού δημιούργησαν χρόνια τώρα, χωρίς κανείς νά
τούς ἐμποδίζῃ, τά κάθε εἴδους «τρωκτικά», ἡμέτεροι καί
ξένοι, δοσίλογοι, προδότες, μητραλοῖες καί πατραλοῖες,
ἐπιλήσμονες τοῦ χρέους ἔναντι τῶν ἡρώων τοῦ
παρελθόντος, καί προσκυνημένοι μιᾶς χρεωκοπημένης κουλτούρας, ἡ
ὁποία ὡδήγησε τήν χώρα μέ μαθηματική ἀκρίβεια στόν μαρασμό
καί στήν πνευματική, ἀλλά καί τήν ἄλλη πενία.
Ὅμως, δυστυχῶς γι’
αὐτούς, λογάριασαν χωρίς τόν ξενοδόχο. Αὐτός ὁ τόπος καί τά
παιδιά του εἶναι πολύ δύσκολο νά γονατίσουν. Πρός καιρόν μπορεῖ νά
κάμπτωνται καί νά λυγίζουν, ὅμως ποτέ δέν ἔγιναν πτῶμα
ἐξαίσιον στά μάτια τῶν θρασύδειλων σταυρωτῶν τους.
Φαίνεται πώς οὔτε
ἱστορία διάβασαν, οὔτε στούς Κήπους τῶν Ἡρώων
καταδέχθηκαν νά περπατήσουν, οὔτε τῆς Ρωμηοσύνης τῆς
σταυρωμένης τήν δόξα νά ἀτενίσουν, ὅπως αὐτή τήν δόξα τήν
βιώνει τό Γένος μας, μέ ἐκφραστή της πρῶτο καί καλύτερο τόν
πάνσεπτο οἶκο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό
ὁποῖο στήν ταπεινή, πλήν ὅμως φωτεινή, ὁλόφωτη γωνιά
τοῦ Φαναρίου, στέκεται φρυκτωρός ἀκοίμητος ὄχι μόνον
τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά καί τῆς
τιμῆς καί τῆς ἀξίας γενικῶς τοῦ ἀνθρωπίνου
προσώπου, τοῦ δημιουργημένου κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν
τοῦ Θεοῦ.
Λησμόνησαν, ὅμως, οἱ
παραπάνω καί τούς στίχους τοῦ νεοέλληνα στιχουργοῦ:
«Τή
Ρωμηοσύνη μήν τήν κλαῖς, ἐκεῖ πού πάει νά σκύψῃ,
μέ τό σουγιά στό κόκκαλο, μέ τό λουρί στό σβέρκο.
Νά τη, πετιέται ἀποξαρχῆς κι ἀντριεύει καί θεριεύει
καί καμακώνει τό θεριό μέ τό καμάκι τοῦ ἥλιου».
μέ τό σουγιά στό κόκκαλο, μέ τό λουρί στό σβέρκο.
Νά τη, πετιέται ἀποξαρχῆς κι ἀντριεύει καί θεριεύει
καί καμακώνει τό θεριό μέ τό καμάκι τοῦ ἥλιου».
(Γιάννης Ρίτσος)
Χρωστᾶμε ὅλοι μας νά
ἀγωνιστοῦμε ἐνάντια σ’ αὐτή τήν ἰσοπέδωση,
ἡ ὁποία προσπαθεῖ χρόνια τώρα, μέ τήν μέθοδο τοῦ σαλαμιοῦ,
νά ἁλώσῃ αὐτό τόν τόπο καί νά πληγώσῃ τά παιδιά του.
Χρειάζεται συσπείρωση ὅλων
τῶν ὑγιῶν πνευματικῶν δυνάμεων. Ἐλᾶτε
λοιπόν νά ἑνώσωμε τήν ψυχή μας, τήν ὕπαρξή μας ὁλόκληρη, γιά
νά σώσωμε αὐτό τόν τόπο, γιά νά ξαναδοῦμε ἡμέρες φωτεινές σ’
αὐτή τήν πατρίδα. Οἱ ἐκκλησιαστικοί, οἱ πολιτικοί,
ὅσοι ἀγαποῦν τήν Ἑλλάδα, οἱ γονεῖς πού
θέλουν νά ζήσουν τά παιδιά τους εὐτυχισμένα, οἱ δάσκαλοι ὅλων
τῶν βαθμίδων πού θέλουν νά φέρουν ἐπάξια αὐτό τόν βαρύ τίτλο,
ἐλᾶτε ὅλοι νά πορευθοῦμε μαζί, γιά νά ὑψώσωμε τό
πνευματικό τεῖχος, πού θά θωρακίσῃ τό παρόν καί θά
ἐξασφαλίσῃ ἕνα λαμπρό πνευματικό μέλλον. Νά διδαχθοῦμε
ἀπό τήν ἱστορία, νά ἀποφύγωμε τά λάθη τοῦ παρελθόντος,
νά παραδειγματισθοῦμε ἀπό τά πάθη μας.
Ἡ Ἁγια-Σοφιά δέν
εἶναι ἁπλῶς ἕνα κτῖσμα, εἶναι σύμβολο,
εἶναι ἰδέα, εἶναι ψυχή, ἔχει μιλιά καί στόμα.
Ἡ πρόκληση εἶναι μεγάλη
καί ἡ πρόσκληση ἱερή.
Ἄν δέν μποροῦμε νά
ἀνταποκριθοῦμε σέ αὐτή τήν πρόκληση καί πρόσκληση, τότε
ἄς ἀφήσωμε τόν χῶρο ἐλεύθερο νά ἔλθουν κάποιοι,
πού καί θέλουν νά ἀγωνιστοῦν καί ξέρουν νά πεθαίνουν γιά τίς
ἀξίες καί τά ἰδανικά.
Ἀλλ’ ὄχι, δέν τό πιστεύω
ὅτι θά ὑπάρξουν ριψάσπιδες σ’ αὐτό τόν ἱερό
ἀγῶνα, γιατί τό DNA τοῦ Ἕλληνα εἶναι ποτισμένο μέ αὐτά τά ζώπυρα
τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Γένους.
·
Ἐμεῖς
ἡμέρα καί νύχτα ἀτενίζομε στήν Μεγάλη Ἐκκλησιά, μέ τούς
καημούς, τούς πόθους καί τούς στεναγμούς τοῦ Γένους νά κυλᾶνε στήν
μνήμη μας σάν ποτάμι ὁρμητικό, πού διατηρεῖ στήν καρδιά μας νωπές
τίς θυσίες, τά αἵματα καί τά μαρτύρια ὅλων ἐκείνων πού τήν
ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα εἶπαν τό «τετέλεσται» καί τό
«ἀμήν» πάνω στόν δικό τους Σταυρό, στημένο στόν ψηλότερο λόφο τῆς
Ἑπταλόφου.
Ἀτενίζομε στήν Ἁγια-Σοφιά
καί στήν ψυχή μας μιλᾶνε οἱ μυριάδες τῶν Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν,
πού κοιτάζοντας τήν Πλατυτέρα στήν μεγάλη κόγχη τοῦ Ἱεροῦ νά
δακρύζῃ, τήν συνώδευσαν στόν κλαυθμό, τήν παρηγόρησαν μέ τήν λεβεντιά
τους καί τῆς ἐσπόγγισαν τά δάκρυα μέ τά ματωμένα ράσα, τά πουκάμισα
καί τίς φουστανέλλες τους. Ἀτενίζομε στήν Ἁγια-Σοφιά καί
ἀναβαπτιζόμεθα μέσα ἀπό ἕναν ἀγῶνα
ἑκατοντάδων ἐτῶν (400 τόσα χρόνια δέν εἶναι λίγα! Γιά
κάποιες περιοχές ἀκόμη περισσότερα, ἐνῷ κάποιες ἄλλες
ἀκόμη περιμένουν τήν λευτεριά τους). Ἕναν ἀγῶνα γιά τήν
διάσωση ἀκεραίας, ἀλώβητης, ἀνόθευτης, ξάστερης καί καθάριας
τῆς πίστεως στόν Ἕνα καί Μόνο Ἀληθινό Θεό καί τῆς
ἀγάπης σέ κάθε λιθάρι αὐτοῦ τοῦ τόπου, ὥστε νά
βρῇ τό θρονί της, τῆς πατρίδος ἡ λευτεριά.
Κοιτάζομε τήν Ἁγια-Σοφιά καί
μιλᾶνε στήν ψυχή μας τά θύματα τοῦ φοβεροῦ ξερριζωμοῦ τῶν
Ἑλλήνων τῆς Μικρασίας τό 1922, ἡ γενοκτονία τοῦ Πόντου
καί τά μαρτύρια τῶν ἀδελφῶν μας, πού πότισαν μέ τό αἷμα
τους καί τά δάκρυά τους τίς ἀλησμόνητες πατρίδες.
Μιλᾶνε ἀκόμη μέσα μας τά θύματα
τοῦ «πογκρόμ» τοῦ 1955, οἱ βανδαλισμοί καί οἱ ξερριζωμοί
τῶν Ρωμηῶν τῆς Πόλης.
Κοιτάζομε τήν Ἁγια-Σοφιά καί
παρακολουθοῦμε μέ δέος καί συγκίνηση βαθειά, μέ δάκρυα στά μάτια, τό
δακρυσμένο Πάσχα τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου στήν Ἴμβρο,
ἐκεῖ ὅπου ἔσφυζε κάποτε ὁ Ἑλληνισμός καί
τώρα πιά ἔχουν ἀπομείνει λίγοι.
Μιλᾶνε ὅλα αὐτά στό νοῦ μας,
στήν ψυχή μας, στό εἶναι ὅλων ὅσοι ἀγάπησαν καί
ἀγαποῦν αὐτόν τόν τόπο. Μιλᾶνε σάν παρηγοριά, σάν
ἐλπίδα καί δρόσος μέσα στόν καύσωνα τῆς ἀπελπισίας.
Μιλᾶνε ὅμως καί σάν φοβερές ἐρινύες γιά ὅσους
ἐπρόδωσαν αὐτή τήν ἀγάπη καί ἀσέβησαν στά αἵματα
τῶν ἐθελοθύτων τῆς δόξας καί τῆς πίστεως καί τῆς
λεβεντιᾶς μαρτύρων. Ἀλήθεια, πῶς θά σταθοῦν αὐτοί
ἐν ὥρᾳ κρίσεως φοβερᾶς, ὅταν θά τούς πνίγουν
οἱ οἰμωγές, οἱ θρῆνοι, οἱ κλαυθμοί, τά
αἵματα, οἱ κατατρεγμοί, τά ἰκριώματα, οἱ σταυροί,
οἱ λόγχες καί οἱ μάχαιρες, τόσων ἀθώων θυμάτων, πού πορφύρωσαν,
ὄχι μόνο τήν Ἑπτάλοφο Βασιλεύουσα, γιά νά λάμπῃ πιότερο τό
ἀπαστράπτον στόν οὐρανό καί τήν γῆ μαρτυρικό φόρεμά της,
ἀλλά καί ὁλόκληρη τήν Ἑλληνική Ἐπικράτεια;
Θά ὑπάρξῃ,
ἀλήθεια, γι’ αὐτούς μεγαλύτερη κόλαση; Γι’ αὐτούς πού
ἄκριτα καί ἀβασάνιστα, ἔπληξαν καί πλήττουν τήν γλῶσσα
μας, καταλύουν τά ἤθη μας, ἀλλοιώνουν καί παραχαράσσουν τήν Ἑλληνική,
τήν Ρωμαίϊκη Ἱστορία, ἀσεβοῦν στούς ἀνδριάντες,
προσπαθοῦν (εὐτυχῶς χωρίς ἀποτέλεσμα) νά σβήσουν
ἀπό τούς τάφους τό κερί τῆς μνήμης, ἀρνοῦνται τούς
ἀγῶνες, ὑποτιμοῦν τούς ἥρωες, πασχίζουν νά
γεμίσουν μέ τζαμιά τήν Ἑλλάδα, καί συνελόντ’ εἰπεῖν νά
φτιάξουν μιά γενιά ἄσχετη μέ τίς μνῆμες καί τίς θύμισες τοῦ
Γένους; Θά ὑπάρξῃ μεγαλύτερη ὀδύνη γι’ αὐτούς πού
θέλησαν καί θέλουν νά φτιάξουν μιά γενιά ἀμύητη στά μεγάλα μυστικά
τῆς πίστεως, τοῦ ἀνδρικοῦ μεγαλείου τῶν
δακρυσμένων καί αἱματωμένων ἀγώνων, τῶν ἄθλων τῶν
Ἑλλήνων, τῶν ἡρωικῶν κατορθωμάτων τῶν
ἀνθρώπων πού ξεχωρίζουν, γιατί ἀγάπησαν τόν οὐρανό καί
ὄχι τό χῶμα, τόν Χριστό καί ὄχι τόν χρυσό, τό πνεῦμα
καί ὄχι τήν ὕλη, τόν ὑψοποιό καί ὄχι τόν βοσκηματώδη
βίο, τήν θανή ἀπό τήν λιποταξία, τήν αὐτοθυσία ἀπό τόν
ἐξευτελισμό, τό στεφάνι τό ἀμάραντο τῆς αἰώνιας δόξας ἀπό
τά ψεύτικα καί μάταια κοσμικά πράγματα καί τίς χαρές τίς πλάνες;
Ἐμεῖς θά ἀτενίζωμε
ἐκεῖ, στόν τροῦλλο τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, θά
στήνωμε τόν Σταυρό στήν κορυφή, θά «γκρεμίζωμε» τούς μιναρέδες τῶν
προφητῶν τοῦ ψεύδους καί θά ἀκοῦμε, μέσα ἀπό τούς
συμβολισμούς τῆς παραδόσεως, τήν γερόντισσα, τήν παληά, πονεμένη, ζωηρή
καί ζωντανή λεβέντικη γενιά, νά μαθαίνῃ τά παιδιά μας γράμματα,
ἱστορία, πίστη στόν Θεό, ἀγάπη στήν πατρίδα, νά παραδίδῃ τήν
σκυτάλη στίς νέες γενιές, στ’ ἀγγόνια της, διατηρῶντας νωπές τίς
ἡρωϊκές θύμησες πού μᾶς κράτησαν στά πόδια μας, πού μᾶς
στηρίζουν νά μή πέσωμε καί τσακιστοῦμε καί πού θά μᾶς διατηρήσουν
σώους ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.
«Τόν εἶδες μέ τά μάτια σου, γιαγιά, τόν Βασιλέα,
ἤ μήπως καί σοῦ φάνηκε, σάν ὄνειρο, νά ποῦμε,
σάν παραμύθι τάχα;
ἤ μήπως καί σοῦ φάνηκε, σάν ὄνειρο, νά ποῦμε,
σάν παραμύθι τάχα;
-Τόν εἶδα μέ τά μάτια μου, ὡσάν καί σένα νέα,
πά νά γενῶ ἑκατό χρονῶ, κι᾿ ἀκόμα τό θυμοῦμαι,
σάν νἄταν χτές μονάχα...
πά νά γενῶ ἑκατό χρονῶ, κι᾿ ἀκόμα τό θυμοῦμαι,
σάν νἄταν χτές μονάχα...
- Ἀπέθανε, γιαγιά; - Ποτέ, παιδάκι μου! Κοιμᾶται...
-Καί τώρα πιά δέν ἠμπορεῖ, γιαγιάκα, νά ξυπνήσῃ;
-Ὢ βέβαια! Καιρούς καιρούς, σηκώνει τό κεφάλι,
στόν ὕπνο τόν βαθύ του, καί βλέπ᾿ ἄν ἦρθεν ἡ στιγμή, πὤχ᾿ ὁ Θεός ὁρίσει...
-Ὢ βέβαια! Καιρούς καιρούς, σηκώνει τό κεφάλι,
στόν ὕπνο τόν βαθύ του, καί βλέπ᾿ ἄν ἦρθεν ἡ στιγμή, πὤχ᾿ ὁ Θεός ὁρίσει...
-Πότε, γιαγιά μου; Πότε;
-Ὅταν τρανέψῃς, γυόκα μου, κι᾿
ἀρματωθῇς καί κάμῃς
τόν ὅρκο στήν Ἐλευθεριά, σύ κι᾿ ὅλ᾿ ἡ νεολαία,
νά σώσετε τήν χώρα...
τόν ὅρκο στήν Ἐλευθεριά, σύ κι᾿ ὅλ᾿ ἡ νεολαία,
νά σώσετε τήν χώρα...
Κι᾿ ὁ Βασιλιάς θὰ σηκωθῇ... τόν
Τοῦρκο νά χτυπήσῃ.
Καί χτύπα, χτύπα θά τόν πά μακρά νά τόν πετάξῃ,
πίσω στήν Κόκκινη Μηλιά, καί πίσ᾿ ἀπό τόν ἥλιο,
πού πιά νά μή γυρίσῃ!».
πίσω στήν Κόκκινη Μηλιά, καί πίσ᾿ ἀπό τόν ἥλιο,
πού πιά νά μή γυρίσῃ!».
Γεώργιος
Βιζυηνός,
Ὁ Τελευταῖος Παλαιολόγος)
Δεν υπάρχουν σχόλια :