Γλωσσαλγία, ἢ κακογλωσσία, ἢ γλωσσομανία, ἢ γλωσσοφαγιά. Η γλωσσαλγία
είναι πάθος φοβερόν, ακατάσχετον κακόν, μεστή ιού θανατηφόρου.
Η γλωσσαλγία είναι όμοια πρός πηγήν πικρά αναβλύζουσαν ύδατα, άτινα πινόμενα μέν καταπικραίνουσι τήν καρδίαν, εκχεόμενα δέ είς τήν γήν αποξηραίνουσι τήν βλάστησιν.
Ο γλωσσαλγός έχει γλώσσαν αδάμαστον, μεστήν πικρίας και ψευδους . οι λόγοι αυτού οίκους ανατρέπουσι καί ψυχάς απολλούσι, και κακά τά μέγιστα προκαλούσιν.
Ο γλωσσαλγός είναι μοχθηρός εκ δέ τού περισσεύματος τής καρδίας αυτού ομιλεί τό στόμα αυτού.
Η γλωσσαλγία είναι όμοια πρός πηγήν πικρά αναβλύζουσαν ύδατα, άτινα πινόμενα μέν καταπικραίνουσι τήν καρδίαν, εκχεόμενα δέ είς τήν γήν αποξηραίνουσι τήν βλάστησιν.
Ο γλωσσαλγός έχει γλώσσαν αδάμαστον, μεστήν πικρίας και ψευδους . οι λόγοι αυτού οίκους ανατρέπουσι καί ψυχάς απολλούσι, και κακά τά μέγιστα προκαλούσιν.
Ο γλωσσαλγός είναι μοχθηρός εκ δέ τού περισσεύματος τής καρδίας αυτού ομιλεί τό στόμα αυτού.
Γνωμικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :