Η
Εκκλησία μας διαβάζει την παραβολή του ασώτου γιου τη δεύτερη
Κυριακή του Τριωδίου. Η παραβολή θέλει να μας διδάξει την άπειρη
αγάπη, που έχει ο Θεός για κάθε άνθρωπο και μάλιστα για τον
αμαρτωλό. Όταν ο άνθρωπος δεχτεί μέσα του την αγάπη του Θεού, τότε ο
δρόμος της αληθινής μετάνοιας είναι εύκολος. Ο Ουράνιος Πατέρας μας
περιμένει με ανοιχτή την αγκαλιά να γυρίσουμε στην αγάπη του
πατρικού μας σπιτιού, δηλαδή στον Παράδεισο, όπου ο άνθρωπος ζει
αιώνια μαζί με το Θεό.
(Λουκά κεφ. ιέ' στίχοι 11-32)
«Είπεν
ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· άνθρωπός τις είχε δύο υιούς. Και
είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί· πάτερ, δός μοι το επιβάλλον
μέρος της ουσίας. Και διείλεν αυτοίς τον βίον. Και μετ' ου
πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις
χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζών ασώτως.
Δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν
εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι. Και πορευθείς εκολλήθη ενί
των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους
αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους. Και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν
αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οί χοίροι, και ουδείς εδίδου
αυτώ. Εις εαυτόν δε ελθών είπε· πόσοι μίσθιοι του πατρός μου
περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι; αναστάς πορεύσομαι
προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν
και ενώπιον σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησαν με
ως ένα των μισθίων σου.
Και
αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. έτι δε αυτού μακράν
απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών
επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. Είπε δε
αυτώ ο υιός- πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου,
και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Είπε δε ο πατήρ προς
τους δούλους αυτού· εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε
αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις
τους πόδας και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και
φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε,
και απολωλώς ην και ευρέθη. Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι. Ην δε ο
υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ· και ως ερχόμενος ήγγισε τη
οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών και προσκαλεσάμενος ένα των
παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα. ο δε είπεν αυτώ ότι ο αδελφός σου
ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι
υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν. Ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν.
ο
ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. ο δε αποκριθείς είπε τω
πατρί· Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου
παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας εριφον, ίνα μετά των φίλων
μου ευφρανθώ. Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφα γών σου τον βίον
μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν. ο δε
είπεν αυτώ· τέκνον, συ πάντοτε μετ' εμού ει, και πάντα τα εμά σα
εστίν· ευφρανθήναι δε και χαρήναι εδει, ότι ο αδελφός σου ούτος
νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην Και ευρέθη».
|
Είπε
ο Κύριος αυτή την παραβολή. Ένας άνθρωπος είχε δυο γιους. Και
είπε ο πιο μικρός από αυτούς στον πατέρα του· πατέρα, δώσ’ μου,
το μερίδιο που μου ανήκει από την περιουσία. Και τους
μοίρασε την περιουσία. Και ύστερα από λίγες μέρες τα μάζεψε όλα ο
μικρότερος γιος και έφυγε σε μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε
την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Και όταν αυτός τα ξόδεψε
όλα, έπεσε μεγάλη πείνα σ' εκείνη τη χώρα· και αυτός άρχισε να
στερείται. Τότε πήγε και προσκολλήθηκε σ' έναν από τους πολίτες
εκείνης της χώρας και εκείνος τον έστειλε στα χωράφια να βόσκει
χοίρους. Και λαχταρούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα
ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι και κανένας δεν του έδινε. Τότε
ήρθε στον εαυτόν του και είπε. Πόσοι υπηρέτες του πατέρα μου
τρώνε ψωμί και τους περισσεύει και εγώ πεθαίνω της πείνας; Θα
σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω· Πατέρα' ήμαρτον
στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω πια να με πεις παιδί σου·
κάνε με σαν έναν από τους υπηρέτες σου.
Και
σηκώθηκε και ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ήταν ακόμη μακριά,
τον είδε ο πατέρας του και τον πόνεσε η ψυχή του και έτρεξε και
έπεσε στο λαιμό του και τον φίλησε καλά καλά. Τότε του είπε
ο γιος· Πατέρα, ήμαρτον στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω
πια να με πεις παιδί σου. Και ο πατέρας είπε στους υπηρέτες του·
βγάλτε και φέρτε την πιο καλή φορεσιά και ντύστε τον και βάλτε
δαχτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια· και φέρτε και
σφάξτε το θρεμμένο μοσχάρι, και ας φάμε και ας χαρούμε· γιατί
τούτο το παιδί μου ήταν πεθαμένο και ξανάζησε και ήταν χαμένο
και βρέθηκε. Και άρχισαν να διασκεδάζουν.
Και
ήταν ο μεγαλύτερος γιος του στο χωράφι' και όπως ερχόταν και
πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και τραγούδια, και κάλεσε έναν
από τους υπηρέτες και ζητούσε να μάθει τι τάχα να ήσαν
τούτα. Και ο υπηρέτης του είπε πως ήρθε Ο αδελφός σου και ο
πατέρας σου έσφαξε το θρεμμένο μοσχάρι, γιατί τον είδε και ήρθε
πίσω γερός. Τότε Οργίστηκε και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι.
Βγήκε λοιπόν ο πατέρας του και τον παρακαλούσε. Και εκείνος αποκρίθηκε και είπε στον πατέρα· τόσα χρόνια σε δουλεύω και ποτέ δεν παραμέλησα εντολή σου, και ποτέ δεν έδωκες σε μένα ένα κατσίκι για να διασκεδάσω με τους φίλους μου· αλλά όταν ήρθε τούτος ο γιος σου, που σου έφαγε όλο το βίος με τις αμαρτωλές, έσφαξες για χάρη του το θρεμμένο μοσχάρι. Τότε Ο πατέρας του είπε· παιδί μου, συ πάντα είσαι μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι δικά σου· αλλά έπρεπε να διασκεδάσουμε και να χαρούμε, γιατί τούτος ο αδελφός σου ήταν πεθαμένος και ξανάζησε και ήταν χαμένος και βρέθηκε. |
Η παραβολή είναι ανεξάντλητη σε νοήματα, αφού, όπως λέγεται, ολόκληρο
το έργο της Θείας Οικονομίας ευρίσκεται μέσα σ' αυτή. Το βαθύτερο νόημα
της παραβολής είναι τετραπλό:
α. Η απελπιστική κατάσταση στην οποία φθάνει ο αμαρτωλός.
β. Η ανάγκη μετανοίας και τα σωτήρια αποτελέσματα της.
γ. Το μέγεθος της θείας Ευσπλαχνίας στην οποία μπορούν να στηρίζονται
και οι πλέον αμαρτωλοί, ώστε να μη φθάνουν ποτέ στην απελπισία. Κανένα
αμάρτημα, όσο μεγάλο κι αν θεωρείται, δεν μπορεί να υπερνικήσει τη
φιλάνθρωπη γνώμη του Θεού και
δ. Η αποφυγή του αισθήματος της αυτάρκειας του δικαιωμένου, όπως θεωρούσε τον εαυτό του ο πρεσβύτερος υιός.
Εάν λοιπόν συναισθανθούμε την πραγματική πνευματική μας κατάσταση και
με ειλικρίνεια ομολογήσουμε τα λάθη μας και την κατασπατάληση των
ταλάντων πού μας χάρισε ο Θεός, θα καταλάβουμε ότι αυτή την Κυριακή
όλοι μας εορτάζουμε και όλοι, κατά κάποιο τρόπο, είμαστε άσωτοι υιοί,
απομακρυνθέντες από τον «Οίκον του Ουρανίου Πατρός μας».
Η
Εκκλησία μας διαβάζει την παραβολή του ασώτου γιου τη δεύτερη
Κυριακή του Τριωδίου. Η παραβολή θέλει να μας διδάξει την άπειρη
αγάπη, που έχει ο Θεός για κάθε άνθρωπο και μάλιστα για τον
αμαρτωλό. Όταν ο άνθρωπος δεχτεί μέσα του την αγάπη του Θεού, τότε ο
δρόμος της αληθινής μετάνοιας είναι εύκολος. Ο Ουράνιος Πατέρας μας
περιμένει με ανοιχτή την αγκαλιά να γυρίσουμε στην αγάπη του
πατρικού μας σπιτιού, δηλαδή στον Παράδεισο, όπου ο άνθρωπος ζει
αιώνια μαζί με το Θεό.
(Λουκά κεφ. ιέ' στίχοι 11-32)
«Είπεν
ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· άνθρωπός τις είχε δύο υιούς. Και
είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί· πάτερ, δός μοι το επιβάλλον
μέρος της ουσίας. Και διείλεν αυτοίς τον βίον. Και μετ' ου
πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις
χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζών ασώτως.
Δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν
εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι. Και πορευθείς εκολλήθη ενί
των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους
αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους. Και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν
αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οί χοίροι, και ουδείς εδίδου
αυτώ. Εις εαυτόν δε ελθών είπε· πόσοι μίσθιοι του πατρός μου
περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι; αναστάς πορεύσομαι
προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν
και ενώπιον σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησαν με
ως ένα των μισθίων σου.
Και
αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. έτι δε αυτού μακράν
απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών
επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. Είπε δε
αυτώ ο υιός- πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου,
και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Είπε δε ο πατήρ προς
τους δούλους αυτού· εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε
αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις
τους πόδας και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και
φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε,
και απολωλώς ην και ευρέθη. Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι. Ην δε ο
υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ· και ως ερχόμενος ήγγισε τη
οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών και προσκαλεσάμενος ένα των
παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα. ο δε είπεν αυτώ ότι ο αδελφός σου
ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι
υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν. Ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν.
ο
ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. ο δε αποκριθείς είπε τω
πατρί· Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου
παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας εριφον, ίνα μετά των φίλων
μου ευφρανθώ. Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφα γών σου τον βίον
μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν. ο δε
είπεν αυτώ· τέκνον, συ πάντοτε μετ' εμού ει, και πάντα τα εμά σα
εστίν· ευφρανθήναι δε και χαρήναι εδει, ότι ο αδελφός σου ούτος
νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην Και ευρέθη».
|
Είπε
ο Κύριος αυτή την παραβολή. Ένας άνθρωπος είχε δυο γιους. Και
είπε ο πιο μικρός από αυτούς στον πατέρα του· πατέρα, δώσ’ μου,
το μερίδιο που μου ανήκει από την περιουσία. Και τους
μοίρασε την περιουσία. Και ύστερα από λίγες μέρες τα μάζεψε όλα ο
μικρότερος γιος και έφυγε σε μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε
την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Και όταν αυτός τα ξόδεψε
όλα, έπεσε μεγάλη πείνα σ' εκείνη τη χώρα· και αυτός άρχισε να
στερείται. Τότε πήγε και προσκολλήθηκε σ' έναν από τους πολίτες
εκείνης της χώρας και εκείνος τον έστειλε στα χωράφια να βόσκει
χοίρους. Και λαχταρούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα
ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι και κανένας δεν του έδινε. Τότε
ήρθε στον εαυτόν του και είπε. Πόσοι υπηρέτες του πατέρα μου
τρώνε ψωμί και τους περισσεύει και εγώ πεθαίνω της πείνας; Θα
σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω· Πατέρα' ήμαρτον
στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω πια να με πεις παιδί σου·
κάνε με σαν έναν από τους υπηρέτες σου.
Και
σηκώθηκε και ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ήταν ακόμη μακριά,
τον είδε ο πατέρας του και τον πόνεσε η ψυχή του και έτρεξε και
έπεσε στο λαιμό του και τον φίλησε καλά καλά. Τότε του είπε
ο γιος· Πατέρα, ήμαρτον στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω
πια να με πεις παιδί σου. Και ο πατέρας είπε στους υπηρέτες του·
βγάλτε και φέρτε την πιο καλή φορεσιά και ντύστε τον και βάλτε
δαχτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια· και φέρτε και
σφάξτε το θρεμμένο μοσχάρι, και ας φάμε και ας χαρούμε· γιατί
τούτο το παιδί μου ήταν πεθαμένο και ξανάζησε και ήταν χαμένο
και βρέθηκε. Και άρχισαν να διασκεδάζουν.
Και
ήταν ο μεγαλύτερος γιος του στο χωράφι' και όπως ερχόταν και
πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και τραγούδια, και κάλεσε έναν
από τους υπηρέτες και ζητούσε να μάθει τι τάχα να ήσαν
τούτα. Και ο υπηρέτης του είπε πως ήρθε Ο αδελφός σου και ο
πατέρας σου έσφαξε το θρεμμένο μοσχάρι, γιατί τον είδε και ήρθε
πίσω γερός. Τότε Οργίστηκε και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι.
Βγήκε
λοιπόν ο πατέρας του και τον παρακαλούσε. Και εκείνος αποκρίθηκε
και είπε στον πατέρα· τόσα χρόνια σε δουλεύω και ποτέ δεν
παραμέλησα εντολή σου, και ποτέ δεν έδωκες σε μένα ένα κατσίκι
για να διασκεδάσω με τους φίλους μου· αλλά όταν ήρθε τούτος ο
γιος σου, που σου έφαγε όλο το βίος με τις αμαρτωλές, έσφαξες για
χάρη του το θρεμμένο μοσχάρι. Τότε Ο πατέρας του είπε· παιδί
μου, συ πάντα είσαι μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι δικά σου·
αλλά έπρεπε να διασκεδάσουμε και να χαρούμε, γιατί τούτος ο
αδελφός σου ήταν πεθαμένος και ξανάζησε και ήταν χαμένος και
βρέθηκε.
|
Η παραβολή είναι ανεξάντλητη σε νοήματα, αφού, όπως λέγεται, ολόκληρο
το έργο της Θείας Οικονομίας ευρίσκεται μέσα σ' αυτή. Το βαθύτερο νόημα
της παραβολής είναι τετραπλό:
α. Η απελπιστική κατάσταση στην οποία φθάνει ο αμαρτωλός. β. Η ανάγκη μετανοίας και τα σωτήρια αποτελέσματα της. γ. Το μέγεθος της θείας Ευσπλαχνίας στην οποία μπορούν να στηρίζονται και οι πλέον αμαρτωλοί, ώστε να μη φθάνουν ποτέ στην απελπισία. Κανένα αμάρτημα, όσο μεγάλο κι αν θεωρείται, δεν μπορεί να υπερνικήσει τη φιλάνθρωπη γνώμη του Θεού και δ. Η αποφυγή του αισθήματος της αυτάρκειας του δικαιωμένου, όπως θεωρούσε τον εαυτό του ο πρεσβύτερος υιός.
Εάν λοιπόν συναισθανθούμε την πραγματική πνευματική μας κατάσταση και
με ειλικρίνεια ομολογήσουμε τα λάθη μας και την κατασπατάληση των
ταλάντων πού μας χάρισε ο Θεός, θα καταλάβουμε ότι αυτή την Κυριακή
όλοι μας εορτάζουμε και όλοι, κατά κάποιο τρόπο, είμαστε άσωτοι υιοί,
απομακρυνθέντες από τον «Οίκον του Ουρανίου Πατρός μας».
|
Η παραβολή του ασώτου υιού
Η
Εκκλησία μας διαβάζει την παραβολή του ασώτου γιου τη δεύτερη
Κυριακή του Τριωδίου. Η παραβολή θέλει να μας διδάξει την άπειρη
αγάπη, που έχει ο Θεός για κάθε άνθρωπο και μάλιστα για τον
αμαρτωλό. Όταν ο άνθρωπος δεχτεί μέσα του την αγάπη του Θεού, τότε ο
δρόμος της αληθινής μετάνοιας είναι εύκολος. Ο Ουράνιος Πατέρας μας
περιμένει με ανοιχτή την αγκαλιά να γυρίσουμε στην αγάπη του
πατρικού μας σπιτιού, δηλαδή στον Παράδεισο, όπου ο άνθρωπος ζει
αιώνια μαζί με το Θεό.
(Λουκά κεφ. ιέ' στίχοι 11-32)
«Είπεν
ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· άνθρωπός τις είχε δύο υιούς. Και
είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί· πάτερ, δός μοι το επιβάλλον
μέρος της ουσίας. Και διείλεν αυτοίς τον βίον. Και μετ' ου
πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις
χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζών ασώτως.
Δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν
εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι. Και πορευθείς εκολλήθη ενί
των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους
αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους. Και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν
αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οί χοίροι, και ουδείς εδίδου
αυτώ. Εις εαυτόν δε ελθών είπε· πόσοι μίσθιοι του πατρός μου
περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι; αναστάς πορεύσομαι
προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν
και ενώπιον σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησαν με
ως ένα των μισθίων σου.
Και
αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. έτι δε αυτού μακράν
απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών
επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. Είπε δε
αυτώ ο υιός- πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου,
και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Είπε δε ο πατήρ προς
τους δούλους αυτού· εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε
αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις
τους πόδας και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και
φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε,
και απολωλώς ην και ευρέθη. Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι. Ην δε ο
υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ· και ως ερχόμενος ήγγισε τη
οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών και προσκαλεσάμενος ένα των
παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα. ο δε είπεν αυτώ ότι ο αδελφός σου
ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι
υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν. Ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν.
ο
ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. ο δε αποκριθείς είπε τω
πατρί· Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου
παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας εριφον, ίνα μετά των φίλων
μου ευφρανθώ. Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφα γών σου τον βίον
μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν. ο δε
είπεν αυτώ· τέκνον, συ πάντοτε μετ' εμού ει, και πάντα τα εμά σα
εστίν· ευφρανθήναι δε και χαρήναι εδει, ότι ο αδελφός σου ούτος
νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην Και ευρέθη».
|
Είπε
ο Κύριος αυτή την παραβολή. Ένας άνθρωπος είχε δυο γιους. Και
είπε ο πιο μικρός από αυτούς στον πατέρα του· πατέρα, δώσ’ μου,
το μερίδιο που μου ανήκει από την περιουσία. Και τους
μοίρασε την περιουσία. Και ύστερα από λίγες μέρες τα μάζεψε όλα ο
μικρότερος γιος και έφυγε σε μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε
την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Και όταν αυτός τα ξόδεψε
όλα, έπεσε μεγάλη πείνα σ' εκείνη τη χώρα· και αυτός άρχισε να
στερείται. Τότε πήγε και προσκολλήθηκε σ' έναν από τους πολίτες
εκείνης της χώρας και εκείνος τον έστειλε στα χωράφια να βόσκει
χοίρους. Και λαχταρούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα
ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι και κανένας δεν του έδινε. Τότε
ήρθε στον εαυτόν του και είπε. Πόσοι υπηρέτες του πατέρα μου
τρώνε ψωμί και τους περισσεύει και εγώ πεθαίνω της πείνας; Θα
σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω· Πατέρα' ήμαρτον
στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω πια να με πεις παιδί σου·
κάνε με σαν έναν από τους υπηρέτες σου.
Και
σηκώθηκε και ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ήταν ακόμη μακριά,
τον είδε ο πατέρας του και τον πόνεσε η ψυχή του και έτρεξε και
έπεσε στο λαιμό του και τον φίλησε καλά καλά. Τότε του είπε
ο γιος· Πατέρα, ήμαρτον στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω
πια να με πεις παιδί σου. Και ο πατέρας είπε στους υπηρέτες του·
βγάλτε και φέρτε την πιο καλή φορεσιά και ντύστε τον και βάλτε
δαχτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια· και φέρτε και
σφάξτε το θρεμμένο μοσχάρι, και ας φάμε και ας χαρούμε· γιατί
τούτο το παιδί μου ήταν πεθαμένο και ξανάζησε και ήταν χαμένο
και βρέθηκε. Και άρχισαν να διασκεδάζουν.
Και
ήταν ο μεγαλύτερος γιος του στο χωράφι' και όπως ερχόταν και
πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και τραγούδια, και κάλεσε έναν
από τους υπηρέτες και ζητούσε να μάθει τι τάχα να ήσαν
τούτα. Και ο υπηρέτης του είπε πως ήρθε Ο αδελφός σου και ο
πατέρας σου έσφαξε το θρεμμένο μοσχάρι, γιατί τον είδε και ήρθε
πίσω γερός. Τότε Οργίστηκε και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι.
Βγήκε
λοιπόν ο πατέρας του και τον παρακαλούσε. Και εκείνος αποκρίθηκε
και είπε στον πατέρα· τόσα χρόνια σε δουλεύω και ποτέ δεν
παραμέλησα εντολή σου, και ποτέ δεν έδωκες σε μένα ένα κατσίκι
για να διασκεδάσω με τους φίλους μου· αλλά όταν ήρθε τούτος ο
γιος σου, που σου έφαγε όλο το βίος με τις αμαρτωλές, έσφαξες για
χάρη του το θρεμμένο μοσχάρι. Τότε Ο πατέρας του είπε· παιδί
μου, συ πάντα είσαι μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι δικά σου·
αλλά έπρεπε να διασκεδάσουμε και να χαρούμε, γιατί τούτος ο
αδελφός σου ήταν πεθαμένος και ξανάζησε και ήταν χαμένος και
βρέθηκε.
|
Η παραβολή είναι ανεξάντλητη σε νοήματα, αφού, όπως λέγεται, ολόκληρο
το έργο της Θείας Οικονομίας ευρίσκεται μέσα σ' αυτή. Το βαθύτερο νόημα
της παραβολής είναι τετραπλό:
α. Η απελπιστική κατάσταση στην οποία φθάνει ο αμαρτωλός. β. Η ανάγκη μετανοίας και τα σωτήρια αποτελέσματα της. γ. Το μέγεθος της θείας Ευσπλαχνίας στην οποία μπορούν να στηρίζονται και οι πλέον αμαρτωλοί, ώστε να μη φθάνουν ποτέ στην απελπισία. Κανένα αμάρτημα, όσο μεγάλο κι αν θεωρείται, δεν μπορεί να υπερνικήσει τη φιλάνθρωπη γνώμη του Θεού και δ. Η αποφυγή του αισθήματος της αυτάρκειας του δικαιωμένου, όπως θεωρούσε τον εαυτό του ο πρεσβύτερος υιός.
Εάν λοιπόν συναισθανθούμε την πραγματική πνευματική μας κατάσταση και
με ειλικρίνεια ομολογήσουμε τα λάθη μας και την κατασπατάληση των
ταλάντων πού μας χάρισε ο Θεός, θα καταλάβουμε ότι αυτή την Κυριακή
όλοι μας εορτάζουμε και όλοι, κατά κάποιο τρόπο, είμαστε άσωτοι υιοί,
απομακρυνθέντες από τον «Οίκον του Ουρανίου Πατρός μας».
|
Δεν υπάρχουν σχόλια :