Ψυχοσάββατο
σήμερα καί γι’ αὐτό οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί τελοῦν μνημόσυνα γιά τίς ψυχές
τῶν κεκοιμημένων. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ὑπογραμμίζει τό χρέος τῆς
προσευχῆς μας γιά τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων μέ τήν καθιέρωση τοῦ
Σαββάτου ὡς ἡμέρας ἀφιερωμένης σ’ αὐτούς. Μάλιστα, αὐτήν τήν περίοδο μᾶς
τό θυμίζει ἰδιαιτέρως, ἀφοῦ τό ἕνα ἀπό τά δύο Ψυχοσάββατα τοῦ ἔτους, τά
ὁποῖα ἔχει καθορίσει ὡς κατ’ ἐξοχήν ἡμέρες τῶν κεκοιμημένων, εἶναι τό
Σάββατο αὐτό, τῆς παραμονῆς τῶν Ἀπόκρεων. (Τό δεύτερο εἶναι τήν παραμονή
τῆς Πεντηκοστῆς).
Γιά
νά δεῖτε πόσο παλαιά εἶναι ἡ «ρίζα» τῶν μνημοσύνων, θά ἀναφέρουμε ἕνα
περιστατικό ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Οἱ Μακκαβαῖοι ἔδιναν τότε (περίπου
τό 165 π.Χ.) ἱερό πόλεμο ἐναντίον τοῦ Ἀντιόχου Δ΄ τοῦ ἐπιφανοῦς (καί τῶν
διαδόχων του), πού ἤθελε νά καταργήσει τήν Ἰουδαϊκή Λατρεία καί νά
ἐπιβάλει διά τῆς βίας τήν εἰδωλολατρία. Ὕστερα ἀπό μιά μάχη ὁ Ἰούδας ὁ
Μακκαβαῖος διαπίστωσε ὅτι μερικοί στρατιῶτες του πού εἶχαν σκοτωθεῖ στή
μάχη, εἶχαν κρυμμένα μέσα στά ροῦχα τους κάποια εἰδωλολατρικά
ἀφιερώματα. Τό ἁμάρτημα ἑπομένως τῶν στρατιωτῶν του ἦταν σοβαρό, διότι,
ἐνῶ ἔκαναν ἀγώνα κατά τῆς εἰδωλολατρίας, αὐτοί εἶχαν ἐπάνω τους τά
εἰδωλολατρικά ἀφιερώματα. Γι’ αὐτό καί ὡς ἀρχηγός τοῦ στρατοῦ ὁ Ἰούδας ὁ
Μακκαβαῖος ἔκανε ἔρανο καί ἔστειλε χρήματα στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά
προσφερθεῖ θυσία ὑπέρ τῶν νεκρῶν αὐτῶν στρατιωτῶν, ὥστε νά συγχωρήσει ὁ
Θεός τήν ἁμαρτία τους.
Ἡ
ἐνέργεια αὐτή εἶναι, θά λέγαμε, κάτι ἀντίστοιχο μέ τίς ἱερές ἀκολουθίες
τῶν Μνημοσύνων πού ἔχει καθορίσει ἡ Ἐκκλησία μας γιά τίς ψυχές τῶν
κεκοιμημένων ἀδελφῶν μας.
Ὑπάρχουν ὅμως κάποια ἐρωτήματα: Σέ
ποιά κατάσταση βρίσκονται οἱ κεκοιμημένοι; Ποιό εἶναι τό δικό μας χρέος
γιά τούς κεκοιμημένους; Τί αἰσθάνονται οἱ κεκοιμημένοι ἀπό ὅσα τούς
προσφέρουμε; Ὠφελοῦνται;
Ὅπως
καταλαβαίνετε, τό θέμα μας εἶναι δογματικό. Ἀλήθεια τῆς πίστεως
οὐσιώδης καί θεμελιώδης. Ἀξίζει νά τό προσέξουμε. Ἄς προσπαθήσουμε,
λοιπόν, νά ἀπαντήσουμε στά παραπάνω ἐρωτήματα.
1. Σέ ποιά κατάσταση βρίσκονται τώρα οἱ κεκοιμημένοι; (...)
Βρίσκονται
στή λεγόμενη «μέση κατάσταση». Λέγεται «μέση κατάσταση», διότι εἶναι
κάτι ἐνδιάμεσο ἀνάμεσα στήν ἐπίγεια ζωή καί στή Β’ Παρουσία. Σ’ αὐτή τήν
κατάσταση οἱ μέν δίκαιοι καί οἱ μετανοημένοι πιστοί προγεύονται τή χαρά
τοῦ Παραδείσου, οἱ δέ ἀμετανόητοι ἄνθρωποι προγεύονται τή φρίκη τῆς
Κολάσεως. Δηλαδή, πιό ἁπλά: Οἱ δίκαιοι βρίσκονται στήν τωρινή μορφή τοῦ
Παραδείσου, πού εἶναι παράδεισος ψυχῶν, πνευμάτων μόνο· ἐνῶ οἱ ἄδικοι
βρίσκονται στήν τωρινή μορφή τῆς Κολάσεως, πού εἶναι ἀντίστοιχα καί αὐτή
κόλαση ψυχῶν, πνευμάτων.
Πάντως,
δέν βρίσκονται σέ κατάσταση οὔτε ὕπνου, οὔτε ἀδιαφορίας, ὅπως κακῶς
νομίζουν πολλοί. Βρίσκονται στόν Παράδεισο ἤ στήν Κόλαση, καί εἶναι
ζωντανοί, ὄχι νεκροί! Νεκρό εἶναι μόνο τό σῶμα. Ζοῦν μέσα στήν παρουσία
τοῦ Θεοῦ, πού στούς μέν δικαίους δίνει ἄπειρη χαρά, στούς δέ ἀδίκους
προξενεῖ ντροπή, φρίκη καί πόνο.
Βρίσκονται
κοντά μας, εἶναι σέ ἐπικοινωνία μαζί μας. Πραγματικά, ἐπειδή οἱ
κεκοιμημένοι εἶναι μέσα στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι πανταχοῦ
παρών, βρίσκονται καί κοντά μας. Οἱ δίκαιοι ἄλλωστε ἀποτελοῦν τό τμῆμα
αὐτό τῆς Ἐκκλησίας μας πού τό ὀνομάζουμε Θριαμβεύουσα Ἐκκλησία. Στήν
οὐσία ὅμως μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί τόσο ἐκεῖνοι ὅσο καί ἐμεῖς
ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι
συγκλονιστική ἡ ἀλήθεια αὐτή! Μέσα στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει χωρισμός
ζώντων καί νεκρῶν. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὅλοι εἴμαστε ζῶντες, ζωντανοί.
Διότι μέσα στήν Ἐκκλησία ἔχει νικηθεῖ τό ἀνίκητο: ὁ χωρισμός τοῦ
θανάτου! Τί συγκλονιστική ἀτμόσφαιρα! Τήν ὥρα πού τελεῖται τό Μυστήριο
τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅλη ἡ Ἐκκλησία –ἐπίγεια καί οὐράνια– εἶναι
συγκεντρωμένη ἐκεῖ. Ἄγγελοι, Ἀρχάγγελοι, Ἅγιοι, ἡ Παναγία μας πρωτίστως,
εἶναι ὅλοι μαζί μας μέσα στό Ναό τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τό ὑπέρτατο θαῦμα
τῆς πίστεώς μας!
Καί
ὄχι μόνο βρίσκονται μαζί μας οἱ κεκοιμημένοι ἀδελφοί μας, ἀλλά καί
γνωρίζουν τή ζωή μας, τίς δυσκολίες μας, τόν ἀγώνα μας, καί
ἐνδιαφέρονται γιά μᾶς, καί προσεύχονται, καί παρακαλοῦν τόν Κύριο γιά τή
σωτηρία μας. Μή μᾶς κάνει ἐντύπωση αὐτό. Ἄν ὁ κολασμένος πλούσιος, ὅπως
τόν περιέγραψε ὁ Κύριός μας στή γνωστή παραβολή (Λουκ. ιστ΄ 19-31),
ἐνδιαφερόταν γιά τά ἀδέλφια του καί ζητοῦσε ἀπό τόν Ἀβραάμ νά στείλει
τόν Λάζαρο γιά νά τά παρακινήσει σέ μετάνοια, πολύ περισσότερο οἱ
δίκαιοι καί οἱ Ἅγιοι ἐνδιαφέρονται καί προσεύχονται γιά τή δική μας
σωτηρία.
2. Ποιό εἶναι τό χρέος μας γιά τούς κεκοιμημένους; (...)
α) Τό πρῶτο βέβαια εἶναι ἡ προσευχή.
Ποιές
ὅμως εἶναι αὐτές οἱ προσευχές; Εἶναι δύο εἰδῶν: Οἱ κοινές προσευχές τῆς
Ἐκκλησίας καί οἱ κατ’ ἰδίαν, οἱ προσωπικές προσευχές τῶν πιστῶν.
Οἱ κοινές προσευχές εἶναι βέβαια τά Μνημόσυνα (καί τά λεγόμενα Τρισάγια) καί ἡ Θεία Λειτουργία.
Δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι Χριστιανοί δίνουν μεγάλη σημασία στά
Μνημόσυνα ὅπως γίνονται στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, καί ὑποτιμοῦν
τήν ἴδια τή Θεία Λειτουργία. Δέν πρόκειται γιά σφάλμα μικρό καί
ἀσήμαντο· εἶναι ἀνατροπή τῶν πάντων. Τό ξεκομμένο ἀπό τή Θεία Λειτουργία
Μνημόσυνο σέ σύγκριση μέ τήν ἴδια τή Θεία Λειτουργία εἶναι ὅ,τι μιά
σταγόνα νερό σέ σύγκριση μέ ὅλους τούς ὠκεανούς τῆς γῆς. Ἑπομένως, τό νά
ρίχνουμε τό βάρος στή σταγόνα καί νά περιφρονοῦμε τόν ὠκεανό εἶναι ὄχι
μόνο ἀνόητο ἀλλά καί βέβηλο. Γι’ αὐτό, τό Μνημόσυνο θά πρέπει πάντοτε νά
γίνεται μαζί μέ τή Θεία Λειτουργία. Ἀρκετοί ἀκόμη προετοιμάζονται μέ
ἱερά Ἐξομολόγηση καί μέ τήν ἄδεια τοῦ Πνευματικοῦ κοινωνοῦν τήν ἡμέρα
τοῦ Μνημοσύνου.
Καί βέβαια τό σωστό εἶναι νά γίνεται τό Μνημόσυνο χωρίς πολυτέλειες, ὑπερβολικό διάκοσμο λουλουδιῶν καί περιττά ἔξοδα. Ἕνα Μνημόσυνο πού δέν θά γίνει σωστά, μπορεῖ νά βλάψει τήν ψυχή τοῦ κεκοιμημένου,
ἀντί νά τήν ὠφελήσει. Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος παρήγγειλε μέ τήν Διαθήκη
του στούς Χριστιανούς νά προσέξουν κατά τήν ἡμέρα τοῦ Μνημοσύνου πού θά
τοῦ κάνουν, νά μήν τόν ἐπιβαρύνουν μέ τυχόν ἀπροσεξίες καί ἁμαρτίες
τους. Φοβόταν ὅτι ὁ Θεός θά τοῦ ἔλεγε: «Ἐσύ, Ἐφραίμ, φταῖς γιά ὅλα αὐτά,
διότι ἐσύ μάζεψες τέτοιους ἀσελγεῖς στό μνημόσυνό σου». Φοβερός ὁ
λόγος! Ταπεινά ἑπομένως νά κάνουμε τά Μνημόσυνα. Χωρίς πολυτέλειες,
ἐπιδείξεις καί ὑπερηφάνειες. Ἀλλά μέ θερμή προσευχή καί εὐλάβεια, καί μέ
ἐλεημοσύνες γιά τήν ψυχή τοῦ κεκοιμημένου.
Κανονικά
μάλιστα τά Μνημόσυνα θά ἔπρεπε νά γίνονται τό Σάββατο, τήν ἀφιερωμένη
ἀπό τήν Ἐκκλησία μας στούς κεκοιμημένους ἡμέρα. Τώρα, δυστυχῶς, λόγω τῶν
ἀπασχολήσεων τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, πού δέν μποροῦν νά ἔρχονται τά
Σάββατα στό ναό, ἔχει ἐπικρατήσει νά γίνονται Μνημόσυνα καί τήν Κυριακή,
μολονότι αὐτό εἶναι ἔξω ἀπό τήν ἀρχαία τάξη τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ
Κυριακή εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, καί ἑπομένως, ἀταίριαστη γιά
Μνημόσυνα.
Οἱ προσωπικές μας προσευχές
γιά τούς κεκοιμημένους εἶναι αὐτές πού κάνουμε ἐμεῖς στό σπίτι μας ἤ
παρακαλοῦμε καί ἄλλους νά κάνουν γιά τούς προσφιλεῖς μας. Παρακαλοῦμε
τόν Κύριο νά ἀναπαύσει τίς ψυχές τους, νά συγχωρήσει τά ἁμαρτήματά τους
καί νά τούς δοξάσει στήν Βασιλεία Του. Ἐπίσης, ζητοῦμε καί ἐμεῖς ἀπό
τούς κεκοιμημένους νά προσεύχονται γιά μᾶς, ὥστε νά ξεπερνοῦμε τίς
δυσκολίες τῆς ζωῆς καί νά ἀξιωθοῦμε τῆς θείας Βασιλείας.
β) Σημαντικό βεβαίως ἀκόμη χρέος μας εἶναι οἱ ἀγαθοεργίες ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων.
Αὐτό κατά κάποιον τρόπο καί μέχρις ἑνός σημείου ἀναπληρώνει τά ἔργα πού
δέν μπόρεσαν ἤ δέν πρόφθασαν νά κάνουν ἐκεῖνοι. Ἀλλά ἔχει σημασία τό
ἔργο αὐτό νά τό κάνουμε ταπεινά, χωρίς ἐπίδειξη. Γιατί ἀλλιῶς μπορεῖ νά
κάνουμε κακό ἀντί γιά καλό. Λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, τό ἐπαναλαμβάνει δέ
καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὅτι ὁ Θεός ἐμπνέει στίς καρδιές τῶν
ζώντων διάθεση καί ζῆλο «ἀναπληρῶσαι τοῦ οἰχθέντος τά ὑστερήματα»[1],
νά ἀναπληρώσουν τοῦ ἀναχωρήσαντος τίς παραλήψεις. Ὅσα δηλαδή ἀπό
ραθυμία ἤ ἀμέλεια ἤ δειλία ἤ ἀναβλητικότητα δέν μπόρεσε νά κάνει ὁ
κεκοιμημένος, ἄν βέβαια ἦταν ἄνθρωπος καλῆς διαθέσεως.
Ἑπομένως,
ἐδῶ τό χρέος μας εἶναι πολύ μεγάλο. Πολλά, πάρα πολλά μποροῦμε νά
κάνουμε γιά τούς προσφιλεῖς μας κεκοιμημένους. Χρειάζεται ὅμως ζῆλος καί
κόπος καί διάθεση θυσίας. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, «ἄν
ἀγαπᾶς τόν ἀποθαμένον σου, κάμε ὅ,τι ἠμπορέσεις διά τήν ψυχήν του,
σαρανταλείτουργα, μνημόσυνα, λειτουργίες, κερί, λιβάνι, λάδι, νηστεῖες,
προσευχές, ἐλεημοσύνες. Βάνει ὁ Θεός τήν εὐσπλαγχνίαν».
γ) Πολλοί συνηθίζουν τήν ἡμέρα τοῦ Μνημοσύνου νά ἐνθυμοῦνται τόν «δικό» τους ἄνθρωπο...
Συζητοῦν
γιά τίς ἀρετές καί τόν ἀγώνα του... Θυμοῦνται τίς συμβουλές του,
συγκινοῦνται ἀπό τό καλό παράδειγμά του καί ἐμπνέονται γιά νά τόν
μιμηθοῦν στή δική τους ζωή.
3. Τί αἰσθάνονται οἱ κεκοιμημένοι ἀπό ὅσα τούς προσφέρουμε; Ὠφελοῦνται; (...)
Τό
ἐρώτημα αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό καί θά πρέπει νά τό προσέξουμε
ἰδιαιτέρως, γιά νά μή φθάσουμε οὔτε στά ἄκρα τῶν Προτεσταντῶν, πού
ἀρνοῦνται τά πάντα, οὔτε στίς ὑπερβολές τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν μέ τά
μεταθανάτια συγχωροχάρτια, τό καθαρτήριο πῦρ καί τόσα ἄλλα.
α) Μεγάλη ὠφέλεια πράγματι παίρνουν οἱ κεκοιμημένοι ἀδελφοί μας ἀπό τίς προσφορές μας. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων λέγει ὅτι «μεγίστην ὄνησιν»,
δηλαδή πολύ μεγάλη ὠφέλεια, δέχονται οἱ ψυχές γιά τίς ὁποῖες
παρακαλοῦμε τόν Θεό τήν ὥρα πού προσφέρεται ἡ ἁγία καί φρικωδεστάτη
θυσία τῆς θείας Εὐχαριστίας[2].
Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει: Δέν νομοθετήθηκαν αὐτά ματαίως ἀπό τούς
Ἀποστόλους καί μάλιστα τό νά μνημονεύονται οἱ κεκοιμημένοι ἐνώπιον τῶν
φρικτῶν μυστηρίων (τῆς Θείας Εὐχαριστίας δηλαδή)· γνώριζαν ὅτι αὐτό
ἀποφέρει μεγάλο κέρδος σ’ αὐτούς, μεγάλη ὠφέλεια. Διότι, ὅταν στέκεται
ὁλόκληρος λαός μέ τά χέρια ὑψωμένα, τό σύνολο τῶν ἱερέων ἐπίσης, καί
ἐπιτελεῖται ἡ φρικτή θυσία, πῶς δέν θά κάνουμε τόν Θεό νά τούς
σπλαγχνισθεῖ, παρακαλώντας Τον γι’ αὐτούς[3];
Ὁ δέ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης προσθέτει ὅτι ὄχι μόνο οἱ μετανοημένοι
ἁμαρτωλοί βρίσκουν συγχώρηση καί ἀνακούφιση, ἀλλά καί οἱ ἁγιασμένοι
ἄνθρωποι δέχονται περισσότερη κάθαρση καί ἐξύψωση καί ἁγιασμό καί
φωτισμό ἐκ τοῦ Θεοῦ[4].
β) Ποιά εἶναι ἡ ὠφέλεια δέν εἶναι εὔκολο νά τό προσδιορίσουμε ἀκριβῶς.
Ἀλλαγή καταστάσεως βεβαίως δέν γίνεται. Ὅταν ὅμως ἡ ζυγαριά τῶν ἔργων
βρίσκεται στό μέσον ἤ ὑπολείπεται ἐλάχιστα, «νικᾷ ἡ τοῦ Θεοῦ
φιλανθρωπία» καί ἀναπληρώνει τή μικρή ἔλλειψη τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός[5].
Πάντως,
ἀκόμη καί οἱ κολασμένοι ὠφελοῦνται ἀπό τίς προσευχές μας. Εἶναι σάν
τούς φυλακισμένους ἰσοβίως, πού δέν μποροῦμε μέν νά τούς βγάλουμε ἀπό τή
φυλακή, μποροῦμε ὅμως νά τούς δίνουμε χαρά πηγαίνοντάς τους κάποια
δῶρα· ἀντίθετα αὐξάνουμε τήν στενοχώρια καί τό μαρτύριό τους, ὅταν τούς
ξεχνᾶμε.
Ὁ
ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος βρῆκε, λέει, κάποτε στήν ἔρημο ἕνα κρανίο.
Τό ρώτησε τίνος εἶναι καί ἐκεῖνο τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἦταν ἀρχιερεύς τῶν
εἰδώλων καί ὅτι βρίσκεται στήν κόλαση. Τοῦ εἶπε ἀκόμη τό κρανίο: Ἐσύ
εἶσαι ὁ Μακάριος, ὁ πνευματοφόρος καί «οἵαν ὥραν σπλαγχνισθῇς τούς ἐν τῇ
κολάσει, καί εὔχῃ ὑπέρ αὐτῶν, παραμυθοῦνται ὀλίγον»[6], ὅποια ὥρα εὐσπλαγχνισθεῖς τούς κολασμένους καί προσεύχεσαι γι’ αὐτούς, ἀνακουφίζονται λίγο.
Μέσα
στήν ἁγία μας Ἐκκλησία ζοῦμε οἱ πιστοί τό ὑπέρτατο θαῦμα τῆς ἑνώσεώς
μας μέ τούς ἤδη κεκοιμημένους ἀδελφούς μας. Σέ κάθε Θεία Λειτουργία αὐτό
φανερώνεται μέ τήν πιό ὑπέροχη μορφή, ὁ ἱερέας βάζει στό ἅγιο Δισκάριο,
μπροστά ἀπό τόν πρός καθαγιασμόν ἄρτο καί ἀπό τίς μερίδες τῆς Θεοτόκου
καί τῶν ἁγίων, τίς μερίδες ἡμῶν τῶν πιστῶν, ζώντων καί κεκοιμημένων.
Μέσα στό ἴδιο αὐτό ἱερό σκεῦος βρίσκεται ἔτσι ὅλη ἡ Ἐκκλησία! Καί ἡ Θεία
Λειτουργία εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, ἡ ἕνωση τοῦ Οὐρανοῦ μέ τήν γῆ σέ μιά
τέλεια κοινωνία ἀγάπης, ὅπου οἱ ψυχές μας ἀγάλλονται καί ὑμνοῦν τόν Θεό
μαζί μέ τά μακάρια πνεύματα τῶν δικαίων καί τετελειωμένων ἀδελφῶν.
Νά προσευχόμαστε λοιπόν μέ θέρμη γιά τούς κεκοιμημένους. Ἀλλά καί νά ἀγωνιζόμαστε νά ζοῦμε ἁγία ζωή, διότι τελικά αὐτό εἶναι καί τό καλύτερο μνημόσυνο πού μποροῦμε νά τούς κάνουμε!
πηγή:ΘΕΜΑΤΑ «ΧΑΡΟΥΜΕΝΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ» ΛΥΚΕΙΟΥ
Βοηθητικό υλικό για το θέμα «ΟΙ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΙ»
Τότε
ο καθηγούμενος π. Σεραφείμ γύρισε και είπε στον π. Θωμά: «Πάτερ Θωμά,
πήγαινε, σε παρακαλώ, κάτω στο οστεοφυλάκιο να πεις στα οστά των
κεκοιμημένων πατέρων το «Xριστός Aνέστη» και έλα μετά πάλι εδώ». O π.
Θωμάς, ο απλός, ο ταπεινός, ο πρόθυμος εργάτης της υπακοής, χωρίς να
σκεφτεί καθόλου, έτρεξε στο οστεοφυλάκιο και είπε μεγαλόφωνα: «Πατέρες
και αδελφοί, ο ηγούμενος με έστειλε να σας πω το «Xριστός Aνέστη». Και
τότε συνέβη το υπέρλογο γεγονός. Όλα τα οστά σκίρτησαν, έτριξαν,
χόρεψαν, αναπήδησαν! Ένα κρανίο, μάλιστα, σηκώθηκε έως ένα μέτρο ψηλά
και απάντησε στον χαιρετισμό του γέροντα: «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος».
Αμέσως
έγινε και πάλι νεκρική σιγή. Ο π. Θωμάς επέστρεψε πίσω σε περίπου δέκα
λεπτά, καθώς το κοιμητήριο και το οστεοφυλάκιο της Μονής βρίσκεται κοντά
στο αρχονταρίκι.
Μόλις
τον είδε ο ηγούμενος, τον ρώτησε αν είπε το «Χριστός Ανέστη» στους
κεκοιμημένους. Εκείνος απάντησε καταφατικά. Τότε ο ηγούμενος ξαναρώτησε
«Και σου απάντησαν;». Χαρούμενος ο απλούστατος π. Θωμάς είπε ότι του
απάντησαν οι νεκροί το «Αληθώς Ανέστη», διηγήθηκε όλο το συμβάν στον
ηγούμενο και εκείνος έκπληκτος τον ρώτησε ξανά και ξανά για να
επιβεβαιώσει ότι δεν άκουσε λάθος.
Ο ευλογημένος π. Θωμάς νόμιζε πως αυτό ήταν το τυπικό που συμβαίνει κάθε χρόνο στο μοναστήρι και δεν του φάνηκε κάτι ιδιαίτερο!
*****************************************************************************
Οι
προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η
τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν,
μέχρι να γίνει η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχει πλέον
δυνατότητα να βοηθηθούν.
Ο
Θεός θέλει να βοηθήσει τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία
τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώσει
δικαίωμα στο διάβολο να πει: «Πώς τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε;».
Όταν όμως εμείς προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το
δικαίωμα να επεμβαίνει...
Γι'
αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα
είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων... Κι εσείς
σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους.
Έχει νόημα το σιτάρι. «Σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ», λέει η
Γραφή. Στον κόσμο μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και
πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, για να τα
διαβάσουν οι ιερείς. Και βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος κάτι γεροντάκια,
τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο και για τους
κεκοιμημένους και για τον Άγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία
του.
– Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
–Έχω
υπ' όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με
την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε
με κλάματα: «Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιον γνωστό μου
κεκοιμημένο και μου παρουσιάσθηκε στον ύπνο μου. Είκοσι μέρες, μου είπε,
έχεις να με βοηθήσεις, με ξέχασες και υποφέρω. Πράγματι, μου λέει, εδώ
και είκοσι μέρες είχα ξεχασθεί με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον
εαυτό μου δεν προσευχόμουν».
–
Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχονται γι' αυτούς
βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους
κεκοιμημένους;
–
Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχομαι για όλους τους
κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται
από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και
γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους
βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ. και στο τέλος λέω «καί ὑπέρ ὧν τά
ὀνόματα οὐκ ἐμνημονεύθησαν». Αν καμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους
κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν
συγγενή μου, που είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, τον είδα ολόκληρο μπροστά
μου μετά την Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν
τον είχα ολόκληρο γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή
μνημονευόταν στην Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην
Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά
και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.
Το
καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους
κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για
να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η
δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγματα και από τα ψυχικά πάθη, εκτός
από τη δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των
κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν
χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό. Αν εμείς δεν είμαστε
σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κεκοιμημένοι γονείς
μας, ο παππούς μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές. «Δες τι απογόνους
κάναμε!», λένε και στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε σε καλή πνευματική
κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγιναν συνεργοί να γεννηθούμε
και ο Θεός κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να τους βοηθήσει. Αυτό δηλαδή
που θα δώσει χαρά στους κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να
ευαρεστήσουμε στον Θεό με την ζωή μας, ώστε να τους συναντήσουμε στον
Παράδεισο και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.
Επομένως,
αξίζει τον κόπο να χτυπήσουμε τον παλαιό μας άνθρωπο, για να γίνει
καινός και να μη βλάπτει πια ούτε τον εαυτό του ούτε άλλους ανθρώπους,
αλλά να βοηθάει και τον εαυτό του και τους άλλους, είτε ζώντες είναι
είτε κεκοιμημένοι.
Αγίου Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου
Από το βιβλίο «Λόγοι Δ΄- Οικογενειακή ζωή»
*********************************************************************************
Μια νοσοκόμα σε μεγάλο Νοσοκομείο των Αθηνών, η Α., διηγήθηκε στον π. Συμεών τον Αγιορείτη που εγκαταβιώνει στην Καλλιάγρα:
«Είχα
σκλήρυνση κατά πλάκας και ήμουν στα πρόθυρα της παραλύσεως. Οι γιατροί
μού έδωσαν ένα μήνα άδεια. Ενώ ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι αλλά ξύπνια,
βλέπω την Παναγία να μου λέει: ‘’Α, σήκω επάνω, είσαι καλά πλέον’’.
Σηκώθηκα και την άλλη μέρα πήγα στη δουλειά μου στο Νοσοκομείο. Οι
γιατροί όταν με είδαν, τα έχασαν. Με εξέτασαν και με βρήκαν υγιή».
Ο
π. Συμεών ρώτησε την Α. σε ποιο τμήμα εργάζεται. «Είμαι στο
νεκροτομείο», απάντησε. «Φέρνουν τους πεθαμένους και τους πετάν χωρίς
σεβασμό. Τους παίρνω, τους πλένω, τους ντύνω , τους περιποιούμαι με
πολλή αγάπη σαν δικούς μου ανθρώπους».
«Γι’ αυτό η Παναγία σε έκανε καλά», της είπε.
«Στην
Παλαιά Διαθήκη ο Τωβίτ όταν εύρισκε νεκρό, τον έντυνε και τον έθαβε.
Γι’ αυτό του είπε ο Αρχάγγελος Ραφαήλ “σε προστατεύω”».
«Και εγώ», είπε κλαίουσα η Α., «νιώθω μία προστασία επάνω μου».
Πηγή: «ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α΄»
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια :