Επειδήπερ
πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν
ἡμῖν πραγμάτων καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται
γενόμενοι τοῦ λόγου, ἔδοξε κἀμοί, παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς,
καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης
λόγων τὴν ἀσφάλειαν. ᾿Εγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις ῾Ηρῴδου τοῦ βασιλέως τῆς
᾿Ιουδαίας ἱερεύς τις ὀνόματι Ζαχαρίας ἐξ ἐφημερίας ᾿Αβιά, καὶ γυνὴ αὐτοῦ
ἐκ τῶν θυγατέρων ᾿Ααρών, καὶ τὸ ὄνομα αὐτῆς ᾿Ελισάβετ. ῏Ησαν δὲ δίκαιοι
ἀμφότεροι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ
δικαιώμασι τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι. Καὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον, καθότι ἡ
᾿Ελισάβετ ἦν στεῖρα, καὶ ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν
ἦσαν.
᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ ἱερατεύειν αὐτὸν ἐν τῇ
τάξει τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἱερατείας
ἔλαχε τοῦ θυμιᾶσαι εἰσελθὼν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου· καὶ πᾶν τὸ πλῆθος
ἦν τοῦ λαοῦ προσευχόμενον ἔξω τῇ ὥρᾳ τοῦ θυμιάματος. ῎Ωφθη δὲ αὐτῷ
ἄγγελος Κυρίου ἑστὼς ἐκ δεξιῶν τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. Καὶ
ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν
ὁ ἄγγελος· Μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία· διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή
σου ᾿Ελισάβετ γεννήσει υἱόν σοι, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιωάννην·
καὶ ἔσται χαρά σοι καὶ ἀγαλλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ
χαρήσονται. ῎Εσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ
μὴ πίῃ, καὶ Πνεύματος ῾Αγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ,
καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν· καὶ
αὐτὸς προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει ᾿Ηλιού,
ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων,
ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαὸν κατεσκευασμένον. Καὶ εἶπε Ζαχαρίας πρὸς τὸν
ἄγγελον· Κατὰ τί γνώσομαι τοῦτο; ἐγὼ γάρ εἰμι πρεσβύτης καὶ ἡ γυνή μου
προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ·
᾿Εγώ εἰμι Γαβριὴλ ὁ παρεστηκὼς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπεστάλην λαλῆσαι
πρός σε καὶ εὐαγγελίσασθαί σοι ταῦτα· καὶ ἰδοὺ ἔσῃ σιωπῶν καὶ μὴ
δυνάμενος λαλῆσαι ἄχρι ἧς ἡμέρας γένηται ταῦτα, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἐπίστευσας
τοῖς λόγοις μου, οἵτινες πληρωθήσονται εἰς τὸν καιρὸν αὐτῶν. Καὶ ἦν ὁ
λαὸς προσδοκῶν τὸν Ζαχαρίαν, καὶ ἐθαύμαζον ἐν τῷ χρονίζειν αὐτὸν ἐν τῷ
ναῷ. ᾿Εξελθὼν δὲ οὐκ ἠδύνατο λαλῆσαι αὐτοῖς, καὶ ἐπέγνωσαν ὅτι ὀπτασίαν
ἑώρακεν ἐν τῷ ναῷ· καὶ αὐτὸς ἦν διανεύων αὐτοῖς, καὶ διέμενε κωφός. Καὶ
ἐγένετο ὡς ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τῆς λειτουργίας αὐτοῦ, ἀπῆλθεν εἰς τὸν
οἶκον αὐτοῦ. Μετὰ δὲ ταύτας τὰς ἡμέρας συνέλαβεν ᾿Ελισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ,
καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε, λέγουσα ὅτι οὕτω μοι πεποίηκεν ὁ
Κύριος ἐν ἡμέραις αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τὸ ὄνειδός μου ἐν ἀνθρώποις. Τῇ δὲ
᾿Ελισάβετ ἐπλήσθη ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἐγέννησεν υἱόν. Καὶ
ἤκουσαν οἱ περίοικοι καὶ οἱ συγγενεῖς αὐτῆς ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος τὸ
ἔλεος αὐτοῦ μετ᾿ αὐτῆς, καὶ συνέχαιρον αὐτῇ. Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ὀγδόῃ
ἡμέρᾳ ἦλθον περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκάλουν αὐτὸ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ
πατρὸς αὐτοῦ Ζαχαρίαν. Καὶ ἀποκριθεῖσα ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπεν· Οὐχί, ἀλλὰ
κληθήσεται ᾿Ιωάννης. Καὶ εἶπον πρὸς αὐτὴν ὅτι οὐδείς ἐστιν ἐν τῇ
συγγενείᾳ σου ὃς καλεῖται τῷ ὀνόματι τούτῳ· ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ
τὸ τί ἂν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν. Καὶ αἰτήσας πινακίδιον ἔγραψε λέγων·
᾿Ιωάννης ἐστὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐθαύμασαν πάντες. ᾿Ανεῴχθη δὲ τὸ στόμα
αὐτοῦ παραχρῆμα καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει εὐλογῶν τὸν Θεόν. Καὶ
ἐγένετο ἐπὶ πάντας φόβος τοὺς περιοικοῦντας αὐτούς, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ὀρεινῇ
τῆς ᾿Ιουδαίας διελαλεῖτο πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα, καὶ ἔθεντο πάντες οἱ
ἀκούσαντες ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν λέγοντες· Τί ἄρα τὸ παιδίον τοῦτο ἔσται;
Καὶ χεὶρ Κυρίου ἦν μετ᾿ αὐτοῦ. Καὶ Ζαχαρίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐπλήσθη
Πνεύματος ῾Αγίου καὶ προεφήτευσε λέγων· Εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ
᾿Ισραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ. Καὶ σύ,
παιδίον, προφήτης ὑψίστου κληθήσῃ· προπορεύσῃ γὰρ πρὸ προσώπου Κυρίου
ἑτοιμάσαι ὁδοὺς αὐτοῦ. Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι,
καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν ᾿Ισραήλ.
Απόδοση στη νεοεληνική
Πολλοὶ
προσπάθησαν νὰ συντάξουν μιὰ διήγηση γιὰ τὰ γεγονότα, ποὺ εἶναι
βεβαιωμένο ὅτι συνέβησαν ἀνάμεσά μας, ὅπως μᾶς τὰ παρέδωσαν ἐκεῖνοι ποὺ
ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἦταν αὐτόπτες μάρτυρες καὶ ἔγιναν κήρυκες αὐτοῦ τοῦ
χαρμόσυνου μηνύματος. Γι’ αὐτὸ θεώρησα κι ἐγὼ καλό, ἐντιμότατε Θεόφιλε,
ἀφοῦ ἐρεύνησα ὅλα τὰ γεγονότα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ μὲ ἀκρίβεια, νὰ σοῦ τὰ
γράψω μὲ τὴ σειρά, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖς ὅτι τὰ ὅσα διδάχθηκες εἶναι
αὐθεντικά. Τὴν ἐποχὴ ποὺ βασιλιὰς στὴν ᾿Ιουδαία ἦταν ὁ ῾Ηρώδης, ζοῦσε
κάποιος ἱερέας ἀπὸ τὴν ἱερατικὴ τάξη τοῦ ᾿Αβιά, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζαχαρία· ἡ
γυναίκα του λεγόταν ᾿Ελισάβετ, ἀπόγονος τοῦ ᾿Ααρών. ῏Ηταν καὶ οἱ δύο
ἄνθρωποι πιστοὶ στὸν Θεό, καὶ ἡ ζωή τους ἦταν ἄμεμπτη, σύμφωνη μὲ τὸν
νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Δὲν εἶχαν ὅμως παιδί, γιατὶ ἡ ᾿Ελισάβετ
ἦταν στείρα, καὶ ἦταν κι οἱ δυό τους περασμένης ἡλικίας. ῞Οταν ἦρθε ἡ
σειρὰ νὰ ἐφημερεύσει ἡ τάξη τοῦ Ζαχαρία κι αὐτὸς ἐκτελοῦσε τὰ ἱερατικά
του καθήκοντα πρὸς τὸν Θεό, συνέβη νὰ τοῦ ἀνατεθεῖ μὲ κλῆρο -ὅπως
συνηθιζόταν νὰ μοιράζονται τὰ ἱερατικὰ καθήκοντα- νὰ μπεῖ στὸν ναὸ τοῦ
Κυρίου καὶ νὰ προσφέρει θυμίαμα. ῞Ολο τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, τὴν ὥρα τοῦ
θυμιάματος, προσευχόταν ἔξω. Τότε ἐμφανίστηκε στὸν Ζαχαρία ἕνας ἄγγελος
Κυρίου, καὶ στάθηκε στὰ δεξιὰ τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. ῾Ο
Ζαχαρίας ταράχτηκε, ὅταν τὸν εἶδε, καὶ τὸν κυρίεψε φόβος. ῾Ο ἄγγελος
ὅμως τοῦ εἶπε· «Μὴ φοβᾶσαι, Ζαχαρία, γιατὶ ἡ προσευχή σου εἰσακούστηκε· ἡ
γυναίκα σου ἡ ᾿Ελισάβετ θὰ σοῦ γεννήσει γιό, καὶ θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα
᾿Ιωάννης. Θὰ νιώσεις χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ θὰ χαροῦν πολλοὶ γιὰ τὴ
γέννησή του. ῾Η προσφορά του θὰ εἶναι μεγάλη στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου· κρασὶ
καὶ ἄλλα δυνατὰ ποτὰ δὲν θὰ πιεῖ· θὰ εἶναι γεμάτος μὲ Πνεῦμα ῞Αγιο ἤδη
ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του καὶ θὰ κάνει πολλοὺς ᾿Ισραηλίτες νὰ
ἐπιστρέψουν στὸν Κύριο τὸν Θεό τους. Αὐτὸς θὰ προπορευτεῖ στὸ ἔργο τοῦ
Κυρίου μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ προφήτη ᾿Ηλία. Θὰ συμφιλιώσει
πατέρες μὲ παιδιά, καὶ θὰ κάνει τοὺς ἀσεβεῖς νὰ ἀποκτήσουν τὴ φρόνηση
τῶν δικαίων. ῎Ετσι θὰ ἑτοιμάσει τὸν λαὸ νὰ ὑποδεχτεῖ τὸν Κύριο». ῾Ο
Ζαχαρίας εἶπε στὸν ἄγγελο· «Πῶς μπορῶ νὰ βεβαιωθῶ γι’ αὐτό; ᾿Εγὼ εἶμαι
πιὰ γέρος καὶ ἡ γυναίκα μου περασμένης ἡλικίας». ῾Ο ἄγγελος τοῦ
ἀποκρίθηκε· «᾿Εγὼ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, ποὺ βρίσκομαι δίπλα στὸν Θεό. Μὲ
ἔστειλε νὰ σοῦ μιλήσω καὶ νὰ σοῦ ἀναγγείλω αὐτὴ τὴν εὐχάριστη εἴδηση.
᾿Επειδὴ ὅμως δὲν πίστεψες στὰ λόγια μου, τὰ ὁποῖα θὰ πραγματοποιηθοῦν
στὴν ὥρα τους, ἀπ’ αὐτὴ τὴ στιγμὴ θὰ χάσεις τὴ λαλιά σου. Δὲν θὰ μπορεῖς
νὰ μιλήσεις ὣς τὴν ἡμέρα ποὺ ὅλα αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν». ῾Ο λαὸς στὸ
μεταξὺ περίμενε τὸν Ζαχαρία καὶ ἀποροῦσε γιὰ τὴν ἀργοπορία του μέσα
στὸν ναό. ῞Οταν βγῆκε δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς μιλήσει, καὶ κατάλαβαν ὅτι
κάποιο ὅραμα εἶχε δεῖ μέσα στὸν ναό. ᾿Εκεῖνος τοὺς ἔκανε νοήματα καὶ
παρέμενε ἄλαλος. ῞Οταν τελείωσαν οἱ μέρες τῆς ὑπηρεσίας του στὸν ναό,
πῆγε στὸ σπίτι του. Μερικὲς μέρες ἀργότερα, ἡ γυναίκα του ἡ ᾿Ελισάβετ
ἔμεινε ἔγκυος. ῎Εκρυβε ὅμως τὴν ἐγκυμοσύνη της γιὰ πέντε μῆνες καὶ
ἔλεγε· «῾Ο Θεὸς εἶδε τὴ στενοχώρια μου καὶ φρόντισε νὰ μὲ ἀπαλλάξει ἀπὸ
τὴν ντροπὴ ποὺ ἔνιωθα μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἀτεκνία μου».
῞Οταν συμπληρώθηκε ὁ καιρὸς νὰ γεννήσει, ἡ ᾿Ελισάβετ ἔκανε γιό. Οἱ
γείτονες καὶ οἱ συγγενεῖς ἄκουσαν ὅτι ὁ Κύριος ἔδειξε μεγάλη εὐσπλαχνία
σ’ αὐτήν καὶ χαίρονταν μαζί της. ῞Οταν τὸ παιδὶ ἔγινε ὀχτὼ ἡμερῶν, ἦρθαν
νὰ τοῦ κάνουν περιτομὴ καὶ ἤθελαν νὰ τοῦ δώσουν τὸ ὄνομα Ζαχαρίας, ὅπως
λεγόταν ὁ πατέρας του. ῾Η μητέρα του ὅμως εἶπε· «῎Οχι, θὰ ὀνομαστεῖ
᾿Ιωάννης». Τότε τῆς εἶπαν· «Μὰ δὲν ὑπάρχει κανένας ἀπ’ τοὺς συγγενεῖς
σου ποὺ νὰ ἔχει τὸ ὄνομα αὐτό». Μὲ νοήματα ρώτησαν τὸν πατέρα του τί
ὄνομα θὰ ἤθελε νὰ δώσει στὸ παιδί· αὐτὸς ζήτησε μιὰ μικρὴ πλάκα καὶ
ἔγραψε· «᾿Ιωάννης εἶναι τὸ ὄνομά του»· κι ὅλοι ἀπόρησαν. ᾿Αμέσως τὸ
στόμα του ἄνοιξε, λύθηκε ἡ γλώσσα του καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει δοξάζοντας
τὸν Θεό. ῞Ολοι οἱ κάτοικοι τῆς γύρω περιοχῆς κυριεύτηκαν ἀπὸ δέος, καὶ
τὰ γεγονότα αὐτὰ διαδόθηκαν σ’ ὁλόκληρη τὴν ὀρεινὴ περιοχὴ τῆς
᾿Ιουδαίας. ῞Οσοι τὰ ἄκουσαν τὰ κρατοῦσαν μέσα τους καὶ σκέφτονταν· «Τί
θὰ γίνει ἄραγε τὸ παιδὶ αὐτό;» γιατὶ πραγματικὰ τὸν προστάτευε ὁ Θεός.
῾Ο Ζαχαρίας, ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ, πλημμύρισε ἀπὸ Πνεῦμα ῞Αγιο, καὶ
εἶπε τὰ ἀκόλουθα προφητικὰ λόγια· «῍Ας εἶναι εὐλογημένος ὁ Κύριος, ὁ
Θεὸς τοῦ ᾿Ισραήλ, γιατὶ ἦρθε καὶ λύτρωσε τὸν λαό του! Κι ἐσύ, παιδί μου,
θὰ ὀνομαστεῖς προφήτης τοῦ ὕψιστου Θεοῦ, γιατὶ θὰ προπορευτεῖς πρὶν ἀπὸ
τὸν Κύριο γιὰ νὰ ἑτοιμάσεις τὸν δρόμο του». Τὸ παιδὶ μεγάλωνε καὶ τὸ
πνεῦμα του δυνάμωνε. Ζοῦσε στὶς ἐρημιές, ὣς τὴν ἡμέρα ποὺ ἐμφανίστηκε
στὸν λαὸ ᾿Ισραήλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :