Μετά από όσα λέγονται και ακούονται τον τελευταίο καιρό από προσκυνημένους, «Έλληνες» εναντίον των ηρώων της Πίστεως και της Πατρίδος, οι οποίοι έδωκαν το αίμα τους για την λευτεριά της Ελλάδος και μετά από την αισχρή παραποίηση και αλλοίωση της ιστορίας, η οποία επιχειρείται μέσα από τηλεοπτικούς διαύλους, (έφτασαν σε σημείο να χαρακτηρίσουν μεταξύ των άλλων, μύθο, την ευλογία της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα, από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και φρικτή σφαγή και πλιάτσικο εκ μέρους των Ελλήνων την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς), θεωρήσαμε χρέος μας να διαμαρτυρηθούμε ως Έλληνες, οι οποίοι όχι μόνο θίγονται αλλά και αηδιάζουν απ’ όλα τα παραπάνω και όλες τις ελεεινότητες των καιρών, αλλά και ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί, αφού υπάρχει περισσή ασέβεια και προς αυτήν την Εκκλησία, η οποία στάθηκε η φιλόστοργη μάνα του Γένους.
Σαν μιαν απάντηση σε όλους τους ανιστόρητους και νάνους, που μόνο τιμή δεν περιποιούν στην Ελλάδα, παραθέτομε κείμενο - ομιλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών, για τον Κολοκοτρώνη, του οποίου δυστυχώς το σεβάσμιο πρόσωπο, επίσης, από αδαείς και πατραλοίες, τον τελευταίο καιρό υβρίσθη.
Η ομιλία αυτή , έξεφωνήθη από τον τότε Αρχιμανδρίτη και Ιεροκήρυκα της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας Χρυσόστομο Σκλήφα, νυν Μητροπολίτη Πατρών, κατά το Επίσημο Μνημόσυνο που ετελέσθη στην Τρίπολη στις 25 Σεπτεμβρίου 1993, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Βασιλείου, για την ανάπαυση της ψυχής του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, με την συμπλήρωση 150 ετών από την κοίμησή του.
Την ημέρα εκείνη, στον ως άνω Ιερό Ναό, είχαν μεταφερθή από το μνημείο Αρχιερέων και Προκρίτων που βρίσκεται πλησίον του Ιερού Ναού Προφήτου Ηλιού Τριπόλεως, τα οστά του Κολοκοτρώνη, τα οποία είχαν τοποθετηθή εκεί το έτος 1930, όταν μετεφέρθησαν από το Α Κοιμητήριο Αθηνών, όπου είχε ταφή ο Κολοκοτρώνης.
Μετά τη Θεία Λειτουργία και το Ιερό Μνημόσυνο που έγινε κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία, τα οστά του Γέρου του Μωρηά, μετεφέρθησαν επί κυλίβαντος, τη συνοδεία του Ιερού Κλήρου, των Αρχών, και χιλιάδων Λαού στην Πλατεία Άρεως Τριπόλεως, όπου ετοποθετήθησαν στην βάση του Ανδριάντος του θρυλικού Πολεμάρχου και όπου αναπαύονται πλέον, υποδεικνύοντας στους Νεοέλληνες το χρέος τους έναντι του Θεού και της Πατρίδος τους.
Η ομιλία δημοσιεύεται ακόμη επί τη ευκαιρία της συμπληρώσεως 168 ετών από τον θάνατο του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη (4.2.1843 – 4.2.2011) και έχει ως εξής:
Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αρχιερείς,
Κύριε Υπουργέ,
Λοιποί Εντιμότατοι Άρχοντες, Λαέ του Θεού περιούσιε και ευλογημένε.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1843 έγειρε η δαφνοστεφής κεφαλή του θρυλικού Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και η ψυχή του φτερούγισε στον ουρανό.
Η Ελλάς από τότε κλίνει γόνυ τιμής και ευγνωμοσύνης στον λεοντόκαρδο και πρωτομάστορα της λευτεριάς.
Μνημονεύει τον θρυλικό Πολέμαρχο, την δόξα της Κλεφτουριάς, το καύχημα του Μωρηά και της Ελλάδος όλης.
Και μεις, Κλήρος και Λαός, σ’αυτό τον Καθεδρικό Ναό της πόλεώς μας, της θρυλικής Τριπολιτσάς την οποία εκείνος με πάθος αγάπησε και με πόνο ιερό ελευθέρωσε, προσευχόμεθα υπέρ μακαρίας αυτού μνήμης και αιωνίου αναπαύσως.
Ολόκληρη η Ελλάς υποκλίνεται σήμερα μπροστά στον Ελευθερωτή της πατρίδος μας και για να χρησιμοποιήσω τον λόγο του ποιητού:
Σήμερα η Πατρίς ψιθυρίζοντας
«Ξέρω πως μου μένουν ακόμα παιδιά,
του Μωρηά στεφανώνη το Γέρο,
και ευλογεί τον λαό του Μωρηά».
Ολόκληρη η Ελλάς ακουμπάει, προσκυνεί, ραίνει με τα μύρα της ευγνωμοσύνης της αυτή την λάρνακα που φυλάει μέσα της, ως θησαυρόν ατίμητο τα λείψανα του Κολοκοτρώνη.
Ελάτε, λοιπόν, σήμερα γνωστοί και άγνωστοι, απλοί και επίσημοι. Ελάτε οι πανέλληνες, ελάτε με το νου και την καρδιά να βηματίσωμε εκεί όπου περπάτησε εκείνος, ο σημαιοφόρος των γενναίων αισθημάτων και αθλημάτων της Ελληνικής φυλής.
Πάμε να βηματίσωμε στο Λιμποβίσι, όπου πριν λίγα χρόνια η φιλόπατρις καρδία του Παναγιώτου Αγγελοπούλου, ύψωσε λαμπρό τιμής προσκυνητάρι για τους δοξασμένους Κολοκοτρωναίους.
Να περάσουμε στη Ζάκυνθο, να ανηφορίσουμε την Πιάνα, στην Αλωνίσταινα και το Αρκουδόρεμα, στο Βαλτέτσι και την Τριπολιτσά , στην Επάνω Χρέπα και τα Δερβενάκια, να φτάσουμε στ’Ανάπλι και την Πνύκα και όπου η λευτεριά θρόνο του έστησε και η δάφνη μαζί με τη μυρσίνη λαμπρό του πλέξανε τιμής στεφάνι.
Ζάκυνθος
Από το όμορφο νησί, βλέπει με παράπονο τον Μωρηά και βαρειαναστενάζει. Η λαϊκή μούσα θα τραγουδήση χαρακτηριστικά:
- Τι έχεις πατέρα μου και κλαις και βαριαναστενάζεις;
- Βλέπω τη θάλασσα πλατειά και τον Μωρηά αλάργα.
Με πήρε το παράπονο και το μεγάλο ντέρτι.
Χρυσοβίτσι
Γονατιστός μπροστά στο περίπυστο της Παναγίας εικόνισμα προσεύχεται, κουβεντιάζει με την Μητέρα του Θεού. Είναι μόνος αλλά με το βλέμμα στηλωμμένο στην Παρηγορίτισσα. Το προσκυνητάρι με το Θεομητορικό Εικόνισμα στέκεται στην ίδια θέση από τότε. Ο ποιητής εμπνεόμενος απ’αυτή την σκηνή θα γράψη:
«Είναι η ματιά του δέηση ως τ’όραμα κοιτάζει.
Κλέφτη παληέ του λέει Αυτή (η Παναγιά), τα τόσα που έχεις πάθει,
θάπρεπε τώρα από πολύ καιρό να σέχουν μάθει,
πως την βοήθεια που θες και την ζητάς με πόνο,
μέσα σου μόνο θα την βρης στην πίστη σου και μόνο».
Βαλτέτσι:
Ο Πρωτομάστορας και τεχνουργός της μεγάλης νίκης, θα πη χαρακτηριστικά.
«Τούτες οι μέρες – δώδεκα – δεκατρείς του Μάη, θα δοξάζονται, ως ότου το γένος μας στέκει. Γιατί ήταν η ελευθερία της Πατρίδος.»
Ο ίδιος μαζί με τους συμπολεμιστάς του έκτισαν τον Ναό της Παναγίας για να ευχαριστήσουν την Υπέρμαχο Στρατηγό των Ελλήνων για την θαυμαστή βοήθειά της. Ο Ναός είναι αδιάψευστος μάρτυρας της ευσέβειας του Κολοκοτρώνη και των παλληκαριών του για την Ελευθερία της Πατρίδος.
Τριπολιτσά:
«Σου είπα Δεσπότη μου ότι θα σε σώσω και θα δούμε λεύτερη την Πατρίδα μας». Αυτά τα λόγια είπε στον εξαντλημένο από τις κακουχίες της φρικτής ειρκτής, Μητροπολίτη Τριπολιτσάς Δανιήλ, πρώτον εξάδελφον του Αγίου Εθνοϊερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε’ . Για την ιστορία θα αναφέρωμε ότι από τους εγκλείστους Αρχιερείς της Πελοποννήσου στις Φυλακές της Τριπολιτσάς, δύο μόνο επέζησαν. Ο Τριπολιτσάς Δανιήλ και ο Ανδρούσης Ιωσήφ (ο πρώτος μινίστρος, Υπουργός δηλ. της Θρησκείας και της παιδείας της Ελευθέρας Ελλάδος.
Δερβενάκια
Της Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες
στα Δερβενάκια κείτονται, στο χώμα ξαπλωμένοι.
Και εδώ εστέφθη με επιτυχία το στρατηγικό σχέδιο του Κολοκοτρώνη.
Ανάπλι
Τρέμει η ψυχή μας Γέροντα μπροστά στο σκηνικό. Σε βλέπουμε και σε ακούμε:
- Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια.
Όνομα; Θεόδωρος
Επώνυμο; Κολοκοτρώνης
Πόθεν κατάγεσαι; Από το Λιμποβίσι
Πόσων ετών είσαι; Εξήντα τεσσάρων
Επάγγελμα; Στρατιωτικός. Κρατώ στο χέρι το ντουφέκι και πολεμώ υπέρ Πατρίδος.
Και ειπών ταύτα ο Κολοκοτρώνης, εκάθησε εις το εδώλιον εν μέσω γενικής συγκινήσεως.
Αντί του μάνα χολήν αντί του ύδατος όξος.
Ο λαός με πόνο τραγούδησε τις στιγμές:
«Μας είπαν είναι φυλακή, για να τον θανατώσουν.
Ο Πρόεδρος δεν έγραψε για να τον θανατώσουν.
Κι ένας στρατιώτης Βαυαρός με λόγχη τον τρυπάει».
Αλήθεια πόσες φορές οι ξένοι θα λογχίσουν την πλευρά του Κολοκοτρώνη αλλά και τις καρδιές όλων των Ελλήνων, με το φοβερό μίσος και τις μηχανοραφίες εναντίον μας;
Πνύκα
Εκεί η στεντορία φωνή του θρυλικού Πολεμιστή ακούγεται ως φωνή υδάτων πολλών και ως σφραγίδα της αλήθειας για τον ιερό Αγώνα. «Όταν αποφασίσαμε να κάνουμε την Επανάσταση, δεν εσυλογιστήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τις πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε, «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλ’ ως μία βροχή επεσεν εις όλους μας η επιθυμία της λευτεριάς μας και όλοι και Κληρικοί και Προεστοί και οι Καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι Έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν το σκοπό και εκάναμε την Επανάσταση».
ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΓΕΡΟΝΤΑ ΝΑ ΜΑΣ ΝΟΥΘΕΤΗΣ ΜΗΠΩΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΤΙΣΤΟΥΜΕ ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΕΝΟΙ «ΕΛΛΗΝΕΣ».
«Ἀκοῦστε παιδιά μου:
Ὁ ἕνας ἐπῆγε εἰς τόν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναίκα του ἐζύμωνε ψωμί καί ἔφερνε μπαρουτόβολα εἰς τό στρατόπεδον καί ἄν αὐτή ἡ ὁμόνοια βαστοῦσε ἀκόμα δύο χρόνους ἠθέλαμε κυριεύσει καί τήν Θεσσαλία καί τήν Μακεδονία καί ἴσως ἐφθάναμεν καί ἕως τήν Κωνσταντινούπολη.
Ὅταν προστάζουνε πολλοί ποτέ τό σπίτι δέν χτίζεται οὔτε τελειώνει.
ΜΗ ΣΤΑΜΑΤΑΣ, ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑ. ΜΙΛΗΣΕ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΖΟΥΝ ΧΩΡΙΣ ΠΥΞΙΔΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΙΔΑΝΙΚΑ ΚΑΙ ΑΞΙΕΣ.
«Νά μήν ἔχετε πολυτέλειαν, νά μήν πηγαίνετε εἰς τούς καφενέδες καί στά μπιλιάρδα. Νά δοθῆτε εἰς τάς Σπουδάς σας, καί καλλίτερα νά κοπιάσετε ὀλίγον δύο καί τρεῖς χρόνους, καί νά ζήσετε ἐλεύθεροι εἰς τό ἐπίλοιπον τῆς ζωῆς σας, παρά νά περάσετε τεσσάρους πέντε χρόνους τή νεότητά σας καί νά μείνετε ἀγράμματοι. Νά σκλαβωθεῖτε εἰς τά γράμματά σας. Νά ἀκούετε τάς συμβουλάς τῶν διδασκάλων καί γεροντοτέρων... Ἡ προκοπή σας καί ἡ μάθησή σας νά μή γίνῃ σκεπάρνι μόνο γιά τό ἄτομό σας, ἀλλά νά κοιτάζει τό καλό της κοινότητος καί μέσα ἀπό τό καλό αὐτό νά εὑρίσκετε καί τό ἰδικό σας».
- Ὁ Λαός τόν θαυμάζει καί τόν παρακολουθεῖ καί τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του. Ἀκούει ἀπό τά χείλη του τίς σοφές συμβουλές.
«Ἐλᾶτε πάρτε τήν εὐχή καί νἆστε μονιασμένοι,
φιλῆστε καί τ ἀγγόνια μου καί νἄχουν τήν εὐχή μου»
Ἐπιστρέφομε καί πάλι στήν Τριπολιτσά, τή δοξασμένη χώρα.
Ἐκεῖ τώρα καί γιά πάντα προβάλλει,
καβάλα στό ἄτι τό γοργό ὁ Γέρος τοῦ Μωρηᾶ,
μέ τό ξεγύμνωτο σπαθί, μ΄ὁλάκερη τή χώρα.
Ἀνταριασμένος οὐρανός μ’ἀστραφτερή λεπίδα,
γεράκια φέρνει πίσω του κι ἀνήμερα θεριά,
τήν Κλεφτουριά π’ἀνέβασε στόν ἥλιο τήν Πατρίδα.
- Ὅμως τρισόλβιε Ἐλευθερωτή μας
Τούτη τήν Πατρίδα πού λευτέρωσες, ἐμεῖς τήν ταλανίζομε, γιατί εἴμαστε, ἐν πολλοῖς, ἐπιλήσμονες τῶν θυσιῶν, τῶν ἀγώνων, τῶν αἱμάτων καί τῶν δακρύων μέ τά ὁποῖα ποτίσατε τήν Ἑλληνική γῆ, ἐσύ καί ὅλοι οἱ ἥρωες και μάρτυρες ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος.
Αὐτός ὁ χῶρος πού τόν καθάρισες, ρυπαίνεται καί πάλι, ἀφοῦ ἐμεῖς καί τήν θρησκεία μας πολλάκις ἀπεμπολοῦμε καί ὑβρίζομε καί τά ἱερά καί ὅσια περιφρονοῦμε.
Σύ, ἄφησες Ἕλληνες Ὀρθοδόξους καί ποτέ δέν ντράπηκες νά δηλώσῃς ὅτι ἤσουν Χριστιανός. Ἔκαμες δημόσια τό Σταυρό σου, γονάτιζες, ἔβαζες τήν Παναγιά ἀπό τήν Ἐπάνω Χρέπα Μάρτυρα γιά τῆς Τριπολιτσᾶς τή λευτεριά. Κι ἄν βλαφτόταν κανείς ἀπό τοῦτο ἦταν μονάχα ὁ Διάβολος, ὄχι οἱ Ἕλληνες. Οἱ Ἕλληνες σέ εἴχανε καμάρι. Τώρα, μέσα στό συρφετό καί κουρνιαχτό πού παρασύρει στό πέρασμά του μνῆμες καί δόξες καί τιμές, ἔλα, γίνε ἀεροφύσημα καί γλυκοφίλησέ μας, γιά νά ἁπαλύνῃς τόν πόνο μας καί νά σκεπάσης τήν ντροπή μας.
Ἄφησε τό πνεῦμα σου νά ἔλθῃ σάν αὔρα καί ἄν τό νομίζεις σάν ράπισμα γιά τά ἀτοπήματά μας.
Ὅ,τι καί νά πῇς δίκηο θά ἔχῃς. Ἐσύ μπορεῖς νά κρίνῃς, ἔχεις ὅλο τό δικαίωμα, ἀφοῦ σύ μᾶς ἐλευθέρωσες. Ὅμως συγχώρεσέ μας. Ταπεινά γονατίζουμε μπροστά σου καί σοῦ ζητᾶμε συγγνώμη γιατί τῆς λησμονιᾶς τό νέφος ἐκάλυψε τόν νοῦ μας.
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, Κύριε Ὑπουργέ, Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες ἁπαξάπαντες, θά τελειώσω μέ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἐπικήδειο πού ἐξεφώνησε γιά τόν Κολοκοτρώνη στόν Ιερό Ναό τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς ὁδοῦ Αἰόλου Ἀθηνῶν, ὁ ἀοίδιμος Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων.
«...Δῶμεν ἀδελφοί τήν χάριν ταύτην. Δεῦτε καί συνάψωμεν τάς ἐγκαρδίους ἡμῶν δεήσεις, εὐχόμενοι πρός τόν Θεόν τοῦ ἐλέους ὑπέρ αὐτοῦ. Ὦ Θεέ τῶν πνευμάτων καί πάσης σαρκός, ὦ γένους θνητοῦ τε καί ἀθανάτου καί πάσης ἀοράτου καί ὁρατῆς φύσεως δημιουργέ, ἥλιε δόξης ἀϊδίου, καί ἀέναε πηγή, τῆς ἀθανασίας, ἐπάκουσον ἡμῶν δεομένων σου καί ἀνάπαυσον τήν ψυχήν τοῦ δούλου σου Θεοδώρου, ἐν τόπῳ φωτεινῷ ἐν χώρᾳ ζώντων, ἐν ταῖς σκηναῖς τῶν δικαίων, παριδών τάς ἁμαρτίας αὐτοῦ. Πολλά ἐκοπίασεν ὑπέρ τῆς Ἁγίας σου πίστεως, πολλά τήν Ἐκκλησίαν ἠγάπησε καί πάντοτε πιστῶς ἐπεκαλεῖτο τό πανάγιόν Σου Ὄνομα. Ἅφες αὐτῷ Κύριε πάσας τάς ἀνομίας, ὁ τήν πίστιν ἀποδεξάμενος τοῦ ἑκατοντάρχου καί πᾶσι τοῖς χρεωφειλέταις τοῦ δανείου τῶν πολλῶν τοῦ θείου σου νόμου παραβάσεων χαριζόμενος. Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ τούς δικαίους ἀγαπῶν καί τούς ἁμαρτωλούς ἐλεῶν, τό ἔλεός σου ἐπικαλούμεθα΄ πρός σέ οἱ Λειτουργοί σου, πρός σέ πᾶς ὁ Λαός σου, πρός σέ μετά πίστεως ἐκβοῶμεν, ὁ Θεός συγχωρήσαις αὐτῶ, ὁ Θεός συγχωρήσαις αὐτῶ, ὁ Θεός συγχωρήσαις αὐτῶ.
Καί σεῖς θάλασσαι καί νῆσοι καί ὄροι καί κοιλάδες καί φρούρια καί πολυημνήτων μαχῶν παλαίστραι ἀντιβοᾶται εἰς αἰῶνας τό ὄνομά του.
Σύ δέ ἀοίδιμε Κολοκοτρώνη, τῆς ἀπολυτρώσεώς μας γενναῖε πρωταγωνιστά, ἀλυποτάτην αἰώνιον καί μακαρίαν εὐφραίνου εὐφροσύνην».
________________________ . _____________________
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρῶν κ.κ. Χρυσόστομος ἐνθυμεῖται μέ δέος τίς συγκλονιστικές στιγμές πού μαζί μέ ἄλλους Κληρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας & Κυνουρίας, μέ εὐλογία καί ἐντολή τοῦ Γέροντός του Μητροπολίτου κυροῦ Θεοκλήτου καί σέ συνεργασία μέ τίς τοπικές Ἀρχές ἔβγαλαν ἀπό τήν στήλη Ἀρχιερέων καί Προκρίτων τά ὀστᾶ τοῦ Κολοκοτρώνη, τά ἔπλυναν, τά ἐθυμίασαν, ἐτέλεσαν Τρισάγιο, τά ἐτοποθέτησαν σέ εἰδική λάρνακα καί τά μετέφεραν στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, γιά νά τελεσθῇ ἡ Θεία Λειτουργία καί τό πάνδημο Μνημόσυνο, στίς 25.9.1993.
Ἀκόμη εἶναι νωπές στή μνήμη του οἱ συγκλονιστικές στιγμές πού ὁ κόσμος κατά χιλιάδες κατέκλυσε τόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Τριπόλεως, τήν μεγάλη Κεντρική Πλατεία καί τούς δρόμους ἄπ΄ὅπου πέρασε ἡ ἱερά πομπή – λιτανεία καί πού προσπαθοῦσε αὐτός ὁ κόσμος νά ἀκουμπήσῃ στήν λάρνακα πού ἔκρυβε μέσα της τά ὀστᾶ τοῦ λεοντόκαρδου Ἕλληνα, τοῦ θρυλικοῦ Γέρου τοῦ Μωρηᾶ.
Ἀκόμη περιγράφει τήν ἀνατριχιαστική καί συγκλονιστική στιγμή, πού ὁ τότε Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί νῦν Μαντινείας κ. Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος μετεῖχε προσκεκλημένος στούς ἑορτασμούς, λίγο πρίν τοποθετήσῃ τά Λείψανα τοῦ Κολοκοτρώνη στήν ἑτοιμασμένη θέση, στήν βάση τοῦ Ἀνδριάντα, ζήτησε νά τήν ἀνοίξουν γιά νά ἀσπασθῇ τήν κάρα τοῦ Κολοκοτρώνη. Τότε ὅλοι ἤθελαν νά φιλήσουν τό μέτωπο τοῦ Γίγαντα, τοῦ Μεγάλου Ἕλληνα καί ἔγινε μεγάλος συνωστισμός γύρω ἀπό τόν Ἀνδριάντα.
Ποιός μπορεῖ νά ξεχάσῃ αὐτό τό Τρισάγιο πού ἔψαλε ὅλος ὁ Λαός καί συγκλόνισε, ὡς ἱερός σεισμός τήν Τριπολιτσά καί πού ἐπισφραγίστηκε μέ τό μυριόστομο «Αἰωνία ἡ μνήμη» καί τό «Ἀθάνατος»;
Ναί, ὅτι καί νά κάνουν, ὅσα καί νά ποῦν, ὅσο καί νά διαστρέψουν οἱ διεστραμμένοι τήν ἀλήθεια, ὁ Κολοκοτρώνης εἶναι ΑΘΑΝΑΤΟΣ καί ὁδηγεῖ τούς Ἕλληνες μέ τόν δικό του ξεχωριστό στρατηγικό τρόπο, στή νίκη καί τή δόξα.
Καί ὅλοι οἱ Ἀγωνιστές τοῦ ’21 εἶναι ΑΘΑΝΑΤΟΙ.
Καί ἡ ἀλήθεια γιά τήν Ἐπανάσταση καί τούς Ἀγῶνες γιά τήν Λευτεριά εἶναι ΑΘΑΝΑΤΗ.
Ἀπό τήν Ἅγια Λαύρα αἰώνια θά ἀκούετε τό τραγούδι τό βγαλμένο ἀπό τά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς τῶν ἀπροσκύνητων Ἑλλήνων:
Χαρά πού τόχουν τά βουνά, τά κάστρα περηφάνεια
Γιατί γιορτάζει ἡ Παναγιά, γιορτάζει καί ἡ Πατρίδα.
Νά βλέπῃς Διάκους μέ σπαθιά, Παπάδες μέ ντουφέκια
Νά βλέπῃς καί τόν Γερμανό, τῆς Πάτρας τόν Δεσπότη
Πῶς εὐλογάει τ’ἅρματα, κι εὐχέται τούς λεβέντες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :