Το μέγα μυστήριον της Αναστάσεως το διδασκόμεθα από τον Σωτήρα μας και Θεόν τόσον με λόγια, όσον και με τα ίδια του τα έργα. Και στα παραγγέλματα, και στις διδαχές, και στις θαυματουργίες του ο Κύριος αρχίζει από τα κατώτερα και προχωρεί προς τα μεγαλύτερα· σαν με κάποια σκαλοπάτια ανεβαίνει από τα χαμηλότερα στα υψηλότερα και σιγά-σιγά ανυψώνει το ανθρώπινον γένος στην δόξα και την γνώσι και την έννοιαν της θεότητός του. Μπορεί κανείς να το ιδή αυτό και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ιδιαιτέρως όμως στην προκειμένην υπόθεσι. Διότι πρώτα ο Κύριος υπέδειξε και προανήγγειλε την δύναμι της Αναστάσεως στην περίπτωσι μιας βαρειάς ασθενείας για την οποία δεν ημπορούσαν να κάνουν τίποτε, όταν επετίμησε τον πυρετό που έκαιγε την πενθερά του Πέτρου και προεκάλεσε τέτοιαν αλλαγή στην κατάστασί της, ώστε και να την ενισχύση στην διακονία των επισκεπτών, εκείνην που όλοι επερίμεναν πως θα αποθάνη. Έπειτα προσθέτει κάτι περισσότερο στην εκδήλωσι της δυνάμεώς του ο φιλάνθρωπος και προχωρεί πάλι σε μεγαλύτερο θαύμα, το οποίον έγινε στον δούλο του εκατοντάρχου που έπασχε από πολύ σοβαρήν ασθένεια, η οποία τον είχε οδηγήσει στο χείλος του θανάτου· όταν αυτός είχε φθάσει στις τελευταίες του αναπνοές και προσήγγιζε στις πύλες του Άδου, τότε εκλήθη ο Δεσπότης, και επροθυμοποιήθη κατ΄ οικονομίαν να έλθη κοντά του. Εξ αιτίας όμως της αιτήσεως και της πίστεως του εκατοντάρχου ο οποίος του είπε: «Κύριε, ειπέ λόγον και ιαθήσεται ο παις μου», μόνον με το πρόσταγμά του ανέστησε αυτόν που όλοι επίστευαν ότι είχε ήδη σχεδόν αποθάνει, χωρίς ούτε να πλησιάση καθόλου σ΄ εκείνον τον τόπον· αλλά έστειλε από μακρυά την υγεία στον ετοιμοθάνατο την ίδιαν ώρα που έδωσε το πρόσταγμα. Έτσι ο δούλος απηλλάγη από την νόσο και επανήλθε στην προηγουμένην και ακόμη καλλιτέραν υγεία και κατάστασι. Ω, δύναμις προστάγματος! Πράγματι φωνή δυνάμεως η φωνή του Θεού, όπως λέγει ο άγιος Δαυΐδ: «ιδού δώσει την φωνήν αυτού φωνήν δυνάμεως». Διότι την στιγμή που ο Δεσπότης είπε στον εκατόνταρχο: «Ύπαγε, και ως επίστευσας γεννηθήτω σοι», τότε και η αρρώστια αμέσως απεχώρησε από τον νέον.
Έπειτα παρουσιάζει ο Κύριος την δύναμί του και με άλλην μεγαλυτέραν θαυματουργίαν, όταν επήγε στην πόλι Ναΐν. Διότι πλησιάζοντας εκεί, συνήντησε τον υιόν της χήρας, ο οποίος είχε ξεψυχήσει και είχε μείνει για πολύν χρόνο στο φέρετρο, ήδη δε τον ωδηγούσαν στον τάφο. Αυτόν τον ανέστησε τότε παραδόξως και τον παρέδωσε στην μητέρα του, όπως μας φανερώνει σαφέστατα η σημερινή περικοπή του Ευαγγελίου.
Βλέπουμε εδώ τον μεγαλουργόν Θεόν και Δεσπότην, τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν να θαυματουργή θαύμα μέγα, να ζωοποιή η Ζωή, να ανιστά η Ανάστασις και να εγείρη τον νεκρόν την ώρα της κηδείας. Με το θαύμα αυτό μας βεβαιώνει και μας πληροφορεί για την προσδοκωμένην κοινήν ανάστασι των νεκρών και συγχρόνως δεικνύει από πριν την ιδικήν του ζωηφόρο και θείαν Ανάστασι, φανερώνοντας την δι΄ αυτής λύτρωσι και ελευθερία μας καθώς και την σωτηρία και την αιωνία ζωή. Διότι λέγει, ότι καθώς επλησίαζε στην πύλη της πόλεως, εκείνη την ώρα εκηδεύετο ένας νεκρός, το μονάκριβο παιδί μιας χήρας. Ήλθε κοντά στην πύλη της πόλεως Ναΐν ο Χριστός και Θεός μας, η πύλη της ζωής και της αθανασίας και προσέταξε ο Ζωοδότης να σταματήσουν τον θρήνο. Όταν ο Δεσπότης τους συνήντησε, εκράτησε το ξυλοκρέββατο και είπε στην μητέρα του νεκρού: Μη κλαις, γυναίκα, άφησε το πένθος σου να ηρεμήση, επειδή εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή. Παύσε τον οδυρμό, παύσε τους θρήνους, κράτησε τα δάκρυά σου. Καταργείται εντός ολίγου η αιτία των δακρύων σου, το πένθος δίδει την θέσι του στην χαρά. Και πλησιάζοντας ήγγισε την σορό· εκείνοι που την μετέφεραν εστάθησαν, γεμάτοι έκπληξι και απορία. Ποίος είναι αυτός, και με ποίον σκόπο έβαλε το χέρι του επάνω στην σορό; και καθώς επερίμεναν έκθαμβοι και προσδοκούσαν να ιδούν τι θα συμβή, εφώναξε τον νεκρόν ο Χριστός και του είπε: «Σοι λέγω νεανίσκε, εγέρθητι»· και έτσι με τον λόγο και την αφήν ανέστησε τον νεκρόν, ο οποίος ελαλούσε τώρα ενώπιον όλων.
Ενώ ημπορούσε ο Χριστός μόνο με λόγο να κάνη το θαύμα, αγγίζει όμως την κλίνη για να μάθωμε ότι το σώμα του Χριστού και Θεού μας είναι σώμα της ζωής και της αθανασίας και ότι αυτός είναι εκείνος που έπλασε στην αρχή με τα άχραντα χέρια του τον άνθρωπο, και με το θείο και νοερόν εμφύσημά του του έδωσε ψυχή και ζωή. Επίσης ότι στο τέλος αυτός μέλλει να αναστήση με σάλπιγγα την ανθρωπίνην φύσι και αφού εγείρη τους νεκρούς να αποδώση στον καθένα ανάλογα με τα έργα του· διότι είναι κριτής ζώντων και νεκρών και αυτός είναι η οδός και η αλήθεια, γι΄ αυτό και όσοι τον ακολουθούν δεν θα χρειασθούν οδηγόν. Και επειδή αυτό που λέγω είναι αλήθεια και όχι ψεύδος, μακάριοι είναι αυτοί που το πιστεύουν.
Επειδή δε είναι και ζωή, όσοι εκπληρώνουν τις άγιες εντολές του και αν αποθάνουν θα ζήσουν, όπως πάλι λέγει ο ίδιος σε άλλο σημείο: «Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται». Και «εάν τις τον λόγον μου τηρήση, θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα».
Δέχονται μεν στις ακοές τους τον λόγο του Θεού και δαίμονες και άνθρωποι φαύλοι, αλλά όταν πρόκειται για τον λόγο της σωτηρίας δε αρκεί η απλή ακρόασις, ούτε για την ζωήν, η μάθησις, αλλά πρέπει κανείς να τηρήση και να εκπληρώση ότι ήκουσε. Δεν θα αντικρύση λοιπόν θάνατο σε όλους τους αιώνες ο σταθερός φύλακας των θείων εντολών και προσταγμάτων του Χριστού. Αυτά τα λέγει ο Κύριος, όχι βέβαια επειδή καταργεί τον σωματικόν θάνατον αλλά επειδή ως Θεός που είναι δεν τον θεωρεί ως θάνατον. Επειδή φυσικά για τον Θεόν όχι μόνο το να ζωοποιή το νεκρό και το φθαρμένον είναι εύκολον, αλλά να οδηγή και το ανύπαρκτο στην γέννησι. Γι΄ αυτό και λέγει: «Νεανίσκε σοι λέγω» και σε προστάζω, σήκω επάνω. Σε σένα τον αποθαμένο το λέγω· δεν σου βάζω ή εμφυσώ άλλη ψυχήν αντί για εκείνην που είχες, αλλά την ιδίαν ανακαλώ κυριαρχικώς να επιστρέψη με την δύναμί μου. Λάβε ζωήν και σήκω επάνω, διέταξε ο Δεσπότης και ο δούλος υπήκουσε στο πρόσταγμα του Κυρίου, κι αφού εψυχώθη και εκινήθη ανεκάθισε και άρχισε να ομιλή εμπρός σε όλον τον κόσμο, για να μη νομίση κανείς ότι εισήλθε καποιο πονηρόν πνεύμα και εκίνησε το σώμα και άρα το γεγονός έγινε με φαντασία και απάτη. Γι΄ αυτό και ανεκάθισε ο νεκρός και λαλούσε, προς ικανήν απόδειξι της κοινής και καθολικής αναστάσεως των νεκρών. Διότι αυτά είναι βέβαια και ασφαλή σημεία της Αναστάσεως· πράγματι σώμα άψυχον ούτε να καθίση, ούτε να ομιλήση ημπορεί. Εν συνεχεία τον έδωσε στην μητέρα του, προς μεγαλυτέραν απόδειξι και επιβεβαίωσι του γεγονότος. Και επειδή το μεγάλο αυτό θαύμα ήταν τόσο παράδοξον ώστε προξένησε φόβο και κατάπληξι σε όσους ευρέθησαν τότε εκεί, εδόξαζαν τον Θεόν λέγοντας ότι: «Προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν, και ότι επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού». Δεν είχαν ακόμη σχηματίσει την αντίληψιν ότι ο Σωτήρ Χριστός είναι Θεός· όμως ούτε αυτό ήταν μικρό, το να θεωρούν τον Κύριον ως μεγάλον Προφήτη και μεγαλύτερον από τους άλλους Προφήτες, και από αυτόν τον νομοδότη Μωϋσή· σιγά-σιγά προχωρώντας θα ανέβαιναν και σε υψηλοτέραν αντίληψι και θα επίστευαν ότι είναι Θεός αληθινός.
Η φήμη του θαύματος διεδόθη τότε σε όλη την Ιουδαία και σε όλα τα περίχωρα. Γι΄ αυτό ο Κύριος εδημιουργούσε πολλούς μάρτυρες του γεγονότος, ώστε οι φθονεροί Ιουδαίοι όσον και να θέλουν να τον διαβάλλουν και να κρύπτουν τα θαύματα, να μην ημπορούν. Πράγματι τόσο πολύ επεξετάθη η φήμη της αναστάσεως του νεκρού και πέραν από τα περίχωρα της Ιουδαίας ώστε έφθασε και μέχρι τα ώτα του Ιωάννου του Βαπτιστού, που εζούσε στην έρημο.
Τρεις αναστάσεις έγιναν από τους Προφήτες πριν από την παρουσία του Χριστού και τέσσερεις από τον ίδιο τον Χριστόν. Πρώτη ήταν η ανάστασις του υιού της Σαραφθίας, που ανέστησε ο Ηλίας· δευτέρα του υιού της Σουμανίτιδος, η οποία έγινε από τον Ελισαίο· και τρίτη αυτή που έκανε το νεκρό σώμα του Ελισαίου. Επειδή ο Ελισαίος έλαβε διπλό το χάρισμα μετά την ανάλυψι του Ηλιού. Γι΄ αυτό και μολονότι ήταν νεκρός ανέστησε νεκρόν τον οποίον απέθεσαν επάνω στο σώμα του. Τέταρτη ανάστασις είναι του νέου για τον οποίον ομιλούμε, η πρώτη που έγινε από τον Χριστόν· αλλά ο Χριστός δεν ανέστησε αυτόν τον νεκρόν όπως ο Ηλίας ή ο Ελισαίος με προσευχήν ή παράκλησι, αλλά εξουσιαστικώς. Πέμπτη ανάστασις είναι της θυγατέρας του Ιαείρου· έκτη του Λαζάρου του τετραημέρου· εβδόμη αυτή η οποία έγινε στο Πάθος του Χριστού, όταν «πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη (ανεστήθησαν)». Αυτές τις ηκολούθησεν ογδόη η Ανάστασις του Κυρίου. Αλλά τις μεν επτά τις διεδέχθη πάλιν ο θάνατος, η δε ογδόη έμεινε ανωτέρα από τον θάνατο. Διότι η ανάστασις των νεκρών, η οποία πρόκειται να γίνη κατά τον όγδοον αιώνα δεν θα διακοπή πλέον από τον θάνατον, αλλά θα είναι ακατάλυτος και αιωνία.
Ας προσπαθήσωμε λοιπόν και ΄μεις, αδελφοί, να ζωοποιήσωμε και να αναστήσωμε τις ψυχές μας οι οποίες είναι νεκρωμένες από τις αμαρτίες. Ας προσέλθωμε, παρακαλώ, στον Κύριο που ζωογονεί τους νεκρούς, ας προσπέσωμε και ας κλαύσωμε ενώπιόν του. Διότι τώρα έχουμε ανάγκην εξομολογήσεως, στην ζωήν αυτή· τώρα χρειάζονται προσευχές, τώρα είναι καιρός δακρύων και στεναγμού και πένθους· ας συντρίψωμε λοιπόν τις καρδιές μας επικαλούμενοι τον Δεσπότη. Διότι αυτός είναι η λύτρωσις της λύπης, η χαρά, η ελευθερία, η ζωή και η ανάστασις. Ας τον δοξάσωμε αδελφοί μου, όχι μόνο με το στόμα και τα χείλη, αλλά με καρδίαν καθαρά και με κάθε απάθειαν, με ζωήν όσον το δυνατόν καλλιτέραν, πολιτευόμενοι ακατακρίτως, επειδή έτσι δοξάζεται ο Θεός· «όπως αν ίδωσι» λέγει «τα καλά έργα υμών, και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς», «πάντα» να τα κάνωμε «προς δόξαν Θεού» και με καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ας αναφωνήση ο καθένας μας προς αυτόν λέγοντας: «Ρύσαι, Κύριε από ρομφαίας την ψυχήν μου, εκ χειρός κυνός την μονογενή μου» (που την έχω μονάκριβη). Και ο Θεός θα εισακούση, δεν θα απομακρύνη την βοήθειά του από εμάς ο άκακος Κύριος· αλλά θα μας ελευθερώση από κάθε οργήν και κίνδυνον και στενοχωρίαν και θλίψι, θα μας λυτρώση από κάθε τυραννίαν, επίθεσι και βλάβη των ορατών και αοράτων εχθρών μας και θα μας απαλλάξη από τον φοβερόν θάνατο της αμαρτίας και θα μας κάνη κοινωνούς της ουρανίου του Βασιλείας· διότι αυτός είναι η ανάστασις και η ζωή, ο Χριστός και Θεός μας, και σ΄ αυτόν προσφέρουμε την ευχαριστίαν «συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και Αγαθώ και ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια :