Και έρχεται εις Βηθσαιδά. και φέρουσιν αυτώ τυφλόν και παρακαλούσιν αυτόν ίνα αυτού άψηται. και επιλαβόμενος της χειρός του τυφλού εξήγαγεν αυτόν έξω της κώμης, και πτύσας εις τα όμματα αυτού, επιθείς τας χείρας αυτώ επηρώτα αυτόν ει τι βλέπει. και αναβλέψας έλεγε· βλέπω τους ανθρώπους ως δένδρα περιπατούντας. είτα πάλιν επέθηκε τας χείρας επί τους οφθαλμούς αυτού και εποίησεν αυτόν αναβλέψαι, και αποκατεστάθη, και ενέβλεψε τηλαυγώς άπαντας. και απέστειλεν αυτόν εις τον οίκον αυτού λέγων· μηδέ εις την κώμην εισέλθης μηδέ είπης τινί εν τη κώμη.
Όταν ήρθε ο Ιησούς στη Βηθσαϊδά, του φέρνουν έναν τυφλό και τον παρακαλούσαν να τον αγγίξει. Έπιασε ο Ιησούς τον τυφλό από το χέρι και τον έφερε έξω από το χωριό. Έβαλε σάλιο στα μάτια του, ακούμπησε τα χέρια πάνω του και τον ρώτησε αν βλέπει τίποτε. Εκείνος, αρχίζοντας να ξαναβρίσκει το φως του, είπε: «Βλέπω τους ανθρώπους· τους βλέπω όμως σαν δέντρα που περπατούν». Ύστερα πάλι έβαλε τα χέρια του ο Ιησούς στα μάτια του τυφλού και τον έκανε να βλέπει καθαρά. Η όρασή του αποκαταστάθηκε τελείως και τα έβλεπε όλα ξεκάθαρα. Τότε ο Ιησούς τον έστειλε σπίτι του λέγοντας: «Ούτε στο χωριό να μπεις ούτε να πεις τίποτα σε κανέναν εκεί».
Δεν υπάρχουν σχόλια :