Μιά φορά ένα παιδί δευτέρας γυμνασίου ήρθε στο καλύβι και χτύπησε το σιδεράκι στην πόρτα. Είχα ένα τσουβάλι γράμματα να διαβάσω, αλλά είπα, ας βγώ να δω τι θέλει.
- Τι είναι, παλικάρι; του λέω.
- Αυτό είναι το καλύβι του πατρός Παϊσίου; με ρωτάει. Θέλω τον Πάτερ Παΐσιο.
- Αυτό είναι, αλλά αυτός δεν είναι εδώ. Πήγε να αγοράσει τσιγάρα, του λέω.
- Φαίνεται κάποιον πήγε να εξυπηρετήσει, μου λέει με καλό λογισμό.
- Για τον εαυτό του πήγε να τα αγοράσει, του λέω. Του είχαν τελειώσει και έκανε σαν τρελός για τα τσιγάρα. Εμένα με άφησε εδώ μόνον μου και ούτε ξέρω πότε θα γυρίσει. Αν δω ότι αργεί, θα σηκωθώ να φύγω.
- Τον κουράζουμε τον Γέροντα.
- Τι τον θέλεις; τον ρωτάω.
- Την ευχή του θέλω να πάρω, μου λέει.
- Τι ευχή να πάρεις μωρέ! Αυτός είναι πλανεμένος, << δεν έχει χαΐρι>>, εγώ τον ξέρω καλά. Μην περιμένεις άδικα, γιατί, κι' όταν γυρίσει θα είναι νευριασμένος, ίσως να 'ναι και μεθυσμένος, επειδή πίνει κιόλας.
Αλλά εκείνο έβαζε συνέχεια καλό λογισμό. Το θαύμασα! Πρώτη φορά είδα τέτοιο πράγμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια :