2 Οὗτος ἦλθε πρὸς αὐτὸν νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ραββί, οἴδαμεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος· οὐδεὶς γὰρ ταῦτα τὰ σημεῖα δύναται ποιεῖν ἃ σὺ ποιεῖς, ἐὰν μὴ ᾖ ὁ Θεὸς μετ' αὐτοῦ.
3 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
4 Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Νικόδημος· πῶς δύναται ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν; Μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον εἰσελθεῖν καὶ γεννηθῆναι;
5 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θ
εοῦ.6 Τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστι, καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος πνεῦμά ἐστι.
7 Μὴ θαυμάσῃς ὅτι εἶπόν σοι, δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν.
8 Τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ' οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος.
9 Ἀπεκρίθη Νικόδημος καὶ εἶπεν αὐτῷ· πῶς δύναται ταῦτα γενέσθαι;
10 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ταῦτα οὐ γινώσκεις;
11 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ὃ οἴδαμεν λαλοῦμεν καὶ ὃ ἑωράκαμεν μαρτυροῦμεν, καὶ τὴν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε.
12 Εἰ τὰ ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐὰν εἴπω ὑμῖν τὰ ἐπουράνια πιστεύσετε;
13 Καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ.
14 Καὶ καθὼς Μωυσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου,
15 ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.
μετάφραση
1 Ὑπῆρχε κάποιος ἐκ τῶν Φαρισαίων τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦτο Νικόδημος, ἄρχων τῶν Ἰουδαίων.
2 Αὐτὸς ἦλθε τὴν νύχτα εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπε, «Ραββί, ξέρομεν ὅτι ἦλθες ὡς διδάσκαλος ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάνῃ τὰ θαύματα ποὺ σὺ κάνεις, ἐὰν δὲν εἶναι ὁ Θεὸς μαζί σου».
3 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σοῦ λέγω, ἐὰν δὲν γεννηθῇ κανεὶς ἄνωθεν, δὲν μπορεῖ νὰ ἰδῇ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
4 Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Νικόδημος, «Πῶς μπορεῖ νὰ γεννηθῇ ἕνας ἄνθρωπος ὅταν εἶναι γέρων; Μήπως μπορεῖ διὰ δευτέραν φορὰν νὰ μπῇ εἰς τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρα του καὶ νὰ γεννηθῇ;».
5 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σοῦ λέγω, ἐὰν δὲν γεννηθῇ κανεὶς ἀπὸ νερὸ καὶ Πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ μπῇ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
6 Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει γεννηθῇ ἀπὸ τὴν σάρκα εἶναι σάρκα, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει γεννηθῇ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα εἶναι πνεῦμα.
7 Μὴ σοῦ φαίνεται περίεργον ποὺ σοῦ εἶπα ὅτι πρέπει νὰ γεννηθῆτε ἀπὸ ἐπάνω.
8 Ὁ ἄνεμος ὅπου θέλει φυσάει καὶ ἀκοῦς τὴν βοήν του ἀλλὰ δὲν ξέρεις ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποῦ πηγαίνει. Ἔτσι εἶναι καθένας ποὺ εἶναι γεννημένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα».
9 Ὁ Νικόδημος τοῦ εἶπε, «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν αὐτά;»
10 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Σὺ εἶσαι διδάσκαλος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ δὲν τὰ ξέρεις;
Ἀλήθεια, ἀλήθεια σοῦ λέγω, ὅτι μιλᾶμε δι’ ἐκεῖνο ποὺ ξέρομε καὶ μαρτυροῦμεν δι’ ἐκεῖνο ποὺ ἔχομεν ἰδῇ, καὶ ὅμως τὴν μαρτυρίαν μας δὲν τὴν δέχεσθε.
12 Ἐὰν δὲν πιστεύετε ὅταν σᾶς μιλῶ διὰ γήϊνα, πῶς θὰ πιστέψετε, ἐὰν σᾶς μιλήσω δι’ ἐπουράνια πράγματα;
13 Κανεὶς δὲν ἀνέβηκε εἰς τὸν οὐρανόν, παρὰ ἐκεῖνος ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰς τὸν οὐρανόν.
14 Ὅπως ὁ Μωϋσῆς ὕψωσε τὸ φίδι εἰς τὴν ἔρημον, ἔτσι πρέπει νὰ ὑψωθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
15 ὥστε καθένας ποὺ πιστεύει εἰς αὐτὸν νὰ μὴ χαθῇ, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.
Δεν υπάρχουν σχόλια :