Τοῦ
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν
κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Τήν
Ζ’ Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν
ἱερά μνήμη τῶν Ἁγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων, τῶν
συγκροτησάντων τό 325 μ.Χ. τήν Α’ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενική
Σύνοδο.
Ἀξίζει νά ἀφιερώσωμε λίγες γραμμές στό θέμα αὐτό,
προκειμένου ἀφ’ ἑνός μέν νά γνωρίσουν οἱ πολλοί περί
τῶν γεγονότων, τά ὁποῖα ἔλαβαν χώρα στήν ὡς
ἄνω Ἁγία Σύνοδο, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά ἀντλήσωμε
διδάγματα καί σωτήρια μηνύματα γιά τήν πορεία μας πρός τήν θέωση.
Στίς
ἀρχές τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνα, ἡ Ἐκκλησία ἐταλανίσθη ἀπό τήν
αἱρετική διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος
δέν ἐδέχετο τό ὁμοούσιο τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα,
καί ἐδίδασκε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι κτίσμα τοῦ
Πατρός. Τήν αἱρετική αὐτή διδασκαλία ἐπολέμησε κατ’
ἀρχάς ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ὁ
ὁποῖος εἶχε κοντά του τόν Διάκονο τότε, καί μετέπειτα
Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος
οὐσιαστικά μέ ὅρους βαθειά
θεολογικούς ἀντιμετώπισε τόν Ἄρειο, χωρίς βεβαίως ὁ
αἱρεσιάρχης νά πεισθῇ.
Στήν
οὐσία ὁ Ἄρειος προσπάθησε νά ἐξηγήσῃ μέ
φιλοσοφικούς καί λογικούς ὅρους τό μυστήριο τῆς ἀποκαλύψεως
τοῦ Θεοῦ καί ἠθέλησε τόσον ὁ ἴδιος, ὅσον
καί οἱ ὀπαδοί του, νά καθυποτάξουν τό δόγμα στή γνώση, ἡ
ὁποία θέλει ὁπωσδήποτε κάτι τό «ψηλαφητό», σέ ἀντίθεση μέ
ὅσα ὑπό τῆς Ἐκκλησίας παραδίδονται ὡς μυστήριο.
Ὅμως μέ τήν ψυχρή ἀνθρώπινη λογική, πού εἶναι πεπερασμένη,
καί μέ τήν ἀνθρώπινη γνώση, δέν εἶναι δυνατόν νά φτάσῃ
κάποιος στά θεῖα καί ἀκατάληπτα μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ἡ τοποθέτηση τοῦ Ἀρείου
δηλώνει τήν ἀπολυτοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἔπαρση καί
τόν ἐγωισμό, τά ὁποῖα εἶναι προνόμια τοῦ
διαβόλου.
Ὁ
Ἄρειος ἐδίδασκε ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ
Θεοῦ εἶναι μέν πρό παντός χρόνου, ἀλλ’ οὐχί συνάναρχος
καί συναΐδιος τοῦ Πατρός. Ἀκόμη ἰσχυρίσθη, μή δυνάμενος νά
ἀπεγκλωβισθῇ ἐκ τῆς πλάνης του, ὅτι ὁ
Υἱός δέν ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλά
ἐκτίσθη θελήματι τοῦ Πατρός ἐκ τοῦ μηδενός. Ἄρα
ὁ Θεός Πατήρ δέν ἦτο πάντοτε Πατήρ, οὔτε ὁ Υἱός
ὑπῆρχε πρίν γεννηθῇ, δηλαδή προτοῦ νά κτισθῇ,
κατά τόν Ἄρειο. Οὔτε ἦτο ἐκ τῆς οὐσίας
τοῦ Πατρός. Ἑπομένως οὔτε τέλειος Θεός δύναται νά νοηθῇ
καί νά πιστευθῇ τό Δεύτερον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος,
ἀλλά μετοχῇ τοῦ Πατρός θεοποιηθείς.
Τήν
ἐποχή ἐκείνη, κατά τήν τοῦ Θεοῦ οἰκονομία τά
σκῆπτρα τῆς Βασιλείας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας
εἶχε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος
ἀνεδείχθη ὄντως Ἰσαπόστολος, ἀφοῦ εἰργάσθη
τά μέγιστα ὑπέρ τῆς ἁγίας καί ἀμωμήτου ἡμῶν
Πίστεως. Ὁ εὐσεβής ἄναξ συνεκάλεσε στήν Νίκαια τῆς
Βιθυνίας τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, προκειμένου νά ἐπιλυθῇ
ὁριστικά ἡ σοβοῦσα κατάσταση καί πνευματική κρίση.
Πρόεδροι
τῆς Συνόδου διετέλεσαν ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος καί
ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος.
Κατά
τίς ἐργασίες τῆς Συνόδου, διεκρίθησαν ἀκόμη οἱ
ἑξῆς Ἅγιοι Πατέρες:
·
Ὁ
Μέγας Ἀθανάσιος, ὡς ἀνεφέρθη προηγουμένως, ὁ
ὁποῖος μέ τήν βαθειά δογματική του ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι διδασκαλία ἀντιμετώπισε τόν θλιβερό καί φρικτό αἱρεσιάρχη.
·
Ὁ
Ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ἁπλοῦς ποιμήν τῆς
Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου, ὁ ὁποῖος κατετρώπωσε τόν
Ἄρειο μέ τό γνωστό θαῦμα μέ τό κεραμίδι, πού στά χέρια του διελύθη
στά τρία συστατικά ἀπό τά ὁποῖα κατασκευάζεται (νερό – φωτιά
– χῶμα).
·
Ὁ
Ἱεράρχης τῶν Μυρέων Ἅγιος Νικόλαος, ὁ
ὁποῖος κατελθών ἀπό τήν θέση του ἐράπισε τόν
Ἄρειο. Ἡ πρᾶξις αὐτή τοῦ Ἁγίου Νικολάου
ἔγινε αἰτία νά φανερωθῇ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,
ἀλλά καί ὁ Ἅγιος νά δοξασθῇ, ἀφοῦ στήν
φυλακή ὅπου ἐκλείσθη, καταδικασθείς εἰς κοπήν τῆς
χειρός του, ἐδέχθη τήν
ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος τοῦ προσέφερε
τό Ἱερό Εὐαγγέλιο, καθώς καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ἡ
ὁποία τοῦ προσέφερε τό ἱερό ὠμοφόριο.
·
Ἐπίσης
οἱ ἱερές μορφές τῶν Ἁγίων Πατέρων Μακαρίου
Ἱεροσολύμων, Ὁσίου Ἐπισκόπου Κορδούης, Ὁσίου Παφνουτίου
κλπ.
Ἡ
Ἁγία καί Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος κατωχύρωσε τά ἑπτά
πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, μέσα ἀπό τά
ὁποῖα διατρανώνεται ἡ πίστη μας στήν Ἁγία καί
ὁμοούσιο Τριάδα, διακηρύσσεται τό ὁμοούσιον τοῦ
Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα, καί σαφέστατα δηλώνεται ἡ ἀλήθεια
ὅτι ὁ Υἱός ἐνηνθρώπησε, προσλαβών τό ἀνθρώπινο
φύραμα, γεννηθείς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί ἐκ τῆς
Ἀειπαρθένου Μαρίας.
«Πιστεύομεν εἰς ἕνα
Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν τε καί ἀοράτων
ποιητήν.
Καί εἰς ἕνα Κύριον
Ἰησοῦ Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα
ἐκ τοῦ Πατρός μονογενῆ, τουτέστιν ἐκ τῆς
οὐσίας τοῦ Πατρός, Θεόν ἐκ Θεοῦ, φῶς ἐκ
φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ,
γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τά
πάντα ἐγένετο, τά τε ἐν οὐρανῷ καί τά ἐν τῇ
γῇ, τόν δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν
ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα καί σαρκωθέντα καί ἐνανθρωπήσαντα,
παθόντα καί ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ,
ἀνελθόντα εἰς τούς οὐρανούς καί ἐρχόμενον κρῖναι
ζῶντας καί νεκρούς.
Καί εἰς τό Ἅγιον
Πνεῦμα.
Τούς δέ λέγοντας «ἦν ποτε
ὅτε οὐκ ἦν» καί «πρίν γεννηθῆναι οὐκ ἦν»,
καί ὅτι «ἐξ οὐκ ὄντων» ἐγένετο, ἤ «ἐξ
ἑτέρας ὑποστάσεως» ἤ «οὐσίας» φάσκοντας εἶναι,
ἤ «κτιστόν» ἤ «τρεπτόν» ἤ «ἀλλοιωτόν» τόν Υἱόν
τοῦ Θεοῦ, ἀναθεματίζει ἡ Καθολική καί Ἀποστολική
Ἐκκλησία» (Ἰω. Κορναράκη, Τά δογματικά καί συμβολικά
μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τομ.
Ι, Ἀθήνα 1960).
Ἄν
ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἐγίνετο
ἄνθρωπος, τότε ὁ ἄνθρωπος δέν θά ἐσώζετο,
ἀφοῦ κατά τήν πατερική διδασκαλία, «τό γάρ ἀπρόσληπτον
ἀθεράπευτον».
Τόσον
ἡ Ἁγία καί Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅσον καί οἱ
μετά ἀπό αὐτήν τοιαῦται, διασφάλισαν καί διετύπωσαν τήν
ἀπό Θεοῦ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια περί τῆς
Ἁγίας Τριάδος, περί τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Σαρκώσεως, περί
τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας καί περί τῆς σωτηρίας τοῦ
Ἀνθρώπου.
Γιά
τόν λόγο αὐτό ὁ Ἱερός Ὑμνογράφος μᾶς καλεῖ
νά ψάλωμε κατά τήν ἑόρτιο μνήμη τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων
Πατέρων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου:
«Τῶν
ἁγίων Πατέρων ὁ χορός, ἐκ τῶν τῆς
οἰκουμένης περάτων συνδραμών, Πατρός καί Υἱοῦ καί Πνεύματος
ἁγίου μίαν οὐσίαν ἐδογμάτισε καί φύσιν, καί τό μυστήριον
τῆς θεολογίας τρανῶς παρέδωκε τῇ Ἐκκλησίᾳ.
Οὕς εὐφημοῦντες ἐν πίστει, μακαρίσωμεν λέγοντες.
Ὤ θεία παρεμβολή, θεηγόροι ὁπλῖται παρατάξεως Κυρίου,
ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος, τῆς
μυστικῆς Σιών οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι, τά μυρίπνοα ἄνθη
τοῦ Παραδείσου, τά πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου, Νικαίας τό καύχημα,
οἰκουμένης ἀγλάϊσμα, ἐκτενῶς πρεσβεύσατε ὑπέρ τῶν
ψυχῶν ἡμῶν».
Τό
σωτήριο μήνυμα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων
εἶναι, ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ
ὁποία ἐθέσπισε τά δόγματα, τούς ὅρους δηλαδή μεταξύ
ἀληθείας καί αἱρέσεως, εἶναι ζωή, ἐνῷ ἡ
αἵρεση εἶναι θάνατος. Ὅποιος, λοιπόν, εἶναι
ἑνωμένος μέ τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία σώζεται, ἐνῷ
ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία καταστρέφεται, ἀφοῦ
ἐκτός Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία («extra Ecclesiam nulla salus», κατά τόν Ἅγιο
Κυπριανό Καρχηδόνος). Σοφά ἔχει ὁρισθῆ κατά τήν ἡμέρα
τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων νά
ἀναγινώσκεται ἡ περικοπή ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην
Ἁγίου Εὐαγγελίου, πού εἶναι γνωστή καί ὡς «Ἀρχιερατική
Προσευχή τοῦ Κυρίου», ἡ ὁποία μεταξύ τῶν ἄλλων
ἀναφέρεται καί στήν ἑνότητα τῶν Ἁγίων Μαθητῶν καί
Ἀποστόλων, ἀλλά καί γενικώτερα τῶν μελῶν τῆς
Ἐκκλησίας, μέ τόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά καί μεταξύ τους ἐν
τῷ συνδέσμῳ τῆς μιᾶς πίστεως:
«Πάτερ
ἅγιε, τήρησον αὐτούς ἐν τῷ
ὀνόματί σου, οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν
ἕν καθώς ἡμεῖς» (Ἰω. ιζ’,
11).
Ὁ
Κύριός μας ἐπιθυμεῖ αὐτή τήν ἑνότητα, διότι γνωρίζει
ὅτι κατά καιρούς «λύκοι βαρεῖς» (Πραξ. κ’, 29) μέ ἐνδύματα
προβάτων, θά θελήσουν νά κατασπαράξουν αὐτή τήν σωτήρια ἑνότητα καί
νά ἀποκλείσουν τῆς σωτηρίας τούς ἀνθρώπους. Ὁ σκοπός τῆς Θείας
Ἐνανθρωπήσεως, ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι
ἡ σωτηρία μας.
Γι’
αὐτό οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίσθηκαν μέ ζέση καρδίας, μέ
παρρησία καί δύναμη πίστεως ἐναντίον τοῦ Ἀρείου καί
ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἠθέλησαν νά
διαιρέσουν τόν ἄρραφο χιτῶνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Ἀγαπητοί,
ὅταν ὁ Ἀρχιερεύς τελῇ τήν Θεία Λειτουργία,
παρακαλεῖ τόν Κύριο κρατῶν τά δικηροτρίκηρα:
«Κύριε, Κύριε ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καί
ἴδε, καί ἐπίσκεψαι τήν ἄμπελον ταύτην καί κατάρτισαι
αὐτήν, ἥν ἐφύτευσεν ἡ δεξιά Σου».
Αὐτή τήν δέηση κάνομε
ἡμέρα καί νύκτα πρός τόν Κύριο, καί Τόν παρακαλοῦμε νά
εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς μας καί νά
ἐπιβλέπῃ τήν ποίμνην Του καί τήν ἄμπελόν Του, καί ἐκ
τῶν σκηνωμάτων τῆς δόξης Του νά τήν φροντίζῃ, διαφυλάττων
αὐτήν ἐκ τῆς τῶν αἱρέσεων δεινῆς μανίας καί
ἐκ τῶν παγίδων τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος «ὡς λέων ὠρυόμενος
περιπατεῖ, ζητῶν τίνα
καταπίῃ» (Α’ Πέτρου, ε’, 8).
Τηρήσατε λοιπόν ἀκεραία τήν
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί ἀκούσατε τῆς φωνῆς
τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου:
«Καί ἐάν ἄγγελος
ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν, παρ’ ὅ
εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλατ.
α’, 8)
Δεν υπάρχουν σχόλια :