Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
῾Η
Κοίμησις τῆς ῾Υπεραγίου Θεοτόκου συνιστᾶ τή μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς
Θεομητορικές ἑορτές τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Καί τοῦτο γιατί ἐπιστεγάζει τήν
ὅλη ἁγιασμένη ἐπί γῆς πορεία της. ῞Οπως συμβαίνει μέ
τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, πού ἡ ἐκ νεκρῶν ᾿Ανάστασή Του νοηματοδοτεῖ τή Γέννησή
Του καί τά ἄλλα γεγονότα τῆς ζωῆς Του - χωρίς τήν ᾿Ανάσταση ὁ Κύριος
δέν θά ἦταν ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου - , ὁπότε καταλαβαίνουμε καί τό γιατί ἡ
᾿Ανάσταση θεωρεῖται καί ἡ μεγαλύτερη ἑορτή τῆς χριστιανοσύνης, ὅπως
συμβαίνει καί γενικά μέ τό τέλος τῆς ζωῆς ἑνός ἀνθρώπου, πού ρίχνει φῶς
σέ ὅ,τι προηγήθηκε ἀπό τή ζωή του, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἐδῶ, μέ τήν
Κοίμηση τῆς Παναγίας· τό τέλος της φανέρωσε ὅτι ἐπρόκειτο πράγματι περί
τῆς «Κεχαριτωμένης» καί τῆς «εὐλογημένης ἐν πάσαις ταῖς γυναιξί».
Διότι τό τέλος της δέν ἀπετέλεσε τό τέλος ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου. Ναί μέν φεύγει ἀπό τή ζωή αὐτή, ἀλλά μέ θαυμαστό τρόπο παρευρίσκονται ὅλοι οἱ ᾿Απόστολοι, «μετάρσιοι γενόμενοι», «συναθροισθέντες ἐν Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ», ἀλλά πολύ περισσότερο· παρευρίσκονται ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, καί πάνω ἀπό ὅλα· ὁ ἴδιος ὁ Υἱός καί Θεός της, ὁ ῾Οποῖος καί παραλαμβάνει τή μέ μορφή παιδούλας παναγία ψυχή της. ῎Ετσι στό γεγονός αὐτό ἐπιβεβαιώνεται μέ ἔντονο τρόπο ὅ,τι συμβαίνει πάντοτε στήν ᾿Εκκλησία μας στίς διάφορες ἑορτές της· «ἐπίγειον τό φαινόμενον, οὐράνιον τό νοούμενον». Στήν ᾿Εκκλησία μας μέ ἄλλα λόγια, τά πάντα προσεγγίζονται μ’ ἕνα διπλό τρόπο· μέ τίς ὑλικές αἰσθήσεις, ἀλλά καί μέ τίς πνευματικές αἰσθήσεις. Στήν ᾿Εκκλησία ζοῦμε ὅλη τήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου· τήν ἐπιφάνεια, ἀλλά καί τό βάθος του. ῎Ας δοῦμε πιό συγκεκριμένα ὁρισμένα ἀπό τά παραπάνω σημεῖα.
1. ῾Η ᾿Εκκλησία μας ἐπιμένει καταρχάς στή φυσική τάξη τῶν πραγμάτων. ῾Η Παναγία ὑπακούει καί αὐτή στούς νόμους τῆς φύσεως· πεθαίνει, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί κηδεύεται ἀπό τούς ᾿Αποστόλους καί ὅλους τούς οἰκείους της. Καί δέν ἦταν δυνατόν νά μή συμβεῖ τοῦτο, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Υἱός καί Θεός της, πέρασε ἀπό τή διαδικασία τοῦ φυσικοῦ θανάτου. Κατά τόν ὑμνογράφο «μιμουμένη τόν ποιητήν σου καί Υἱόν, ὑπέρ φύσιν ὑποκύπτεις, τοῖς τῆς φύσεως νόμοις». ῾Απλῶς ἐκείνη δέχεται ἀπό ἄγγελο τήν πληροφορία περί τῆς ἐξόδου της ἀπό τόν κόσμο καί ἑτοιμάζει μέ θαυμαστό πράγματι τρόπο, πνευματικά καί ὑλικά, τά τῆς κηδείας της, ἐνῶ προτρέπει μέ στοργή τούς πενθοῦντες ἀποστόλους, πού εἶχαν συναθροιστεῖ ἐκ περάτων τῆς γῆς· «τό ἐμόν σῶμα, καθώς ἐγώ σχηματίσω τῇ κλίνῃ, κηδεύσατε».
2. ῾Η φυσική αὐτή τάξη ὅμως συνιστᾶ τήν ἐπιφάνεια. ῾Η Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ὅπως εἴπαμε, ἀποκαλύπτει καί τό βάθος· Καταρχάς, οἱ ἀπόστολοι γνωρίζουν τό γεγονός καί συναθροίζονται στή Γεθσημανή ὑπέρ φύσιν· ὁ Κύριος ἐπί νεφελῶν τούς φέρνει ἐκεῖ πού εἶναι ἡ Παναγία Μητέρα Του, γιά νά πενθήσουν, κυρίως ὅμως νά δοξολογήσουν τό γεγονός τῆς κοιμήσεως καί τῆς μεταστάσεώς της. Κατά τήν παρατήρηση μάλιστα πού τούς κάνει ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος, ὅταν τούς βλέπει νά θρηνοῦν γιά τόν ἐπικείμενο θάνατό της· «Μή φίλοι μαθηταί, τοῦ ἐμοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ, μή πένθος ἐργάσησθε τήν ἐμήν χαράν». Μή κάνετε πένθος τή χαρά μου. Καί εἶναι εὐνόητο· ἡ Παναγία μας μετατίθεται πλήρως στήν ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ, ὁ ῾Οποῖος τῆς προανήγγειλε διά τοῦ ἀγγέλου· «μή ταραχτεῖς γιά τόν θάνατό σου, ἀλλά μετ’ εὐφροσύνης δέξαι τόν λόγον. Γιατί ἔρχεσαι πρός τήν ἀθάνατη ζωή». ῎Επειτα, παρευρίσκονται στήν κοίμησή της ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι μέ πολύ σεβασμό καί σεμνότητα «ἀνοίγουν τίς πύλες τοῦ παραδείσου» γιά νά περάσει ἡ πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, προπέμποντάς την μέ ὑπέροχους ὕμνους καί δοξολογίες. «᾿Αξίως ὡς ἔμψυχον, σέ οὐρανόν ὑπεδέξαντο, οὐράνια Πάναγνε, θεῖα σκηνώματα». «᾿Επήρθησαν πύλαι οὐράνιαι, καί ῎Αγγελοι ἀνύμνησαν...Χερουβίμ ὑπεῖξέ σοι, ἐν ἀγαλλιάσει, Σεραφίμ δέ δοξάζει σε χαίροντα». Καί πάνω ἀπό ὅλα· ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί Θεός, προκειμένου νά παραλάβει τήν στά χέρια Του παραθεμένη ψυχή τῆς Παναγίας Μητέρας Του. «Καί Σύ, Υἱέ καί Θεέ μου, παράλαβέ μου τό πνεῦμα».
3. ῎Ετσι στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, πέραν τῶν ἄλλων συγκλονιστικῶν, φωτίζεται τό μυστηριῶδες ὅριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Αὐτό τό μεταίχμιο, πού πάντοτε κέντριζε καί κεντρίζει τίς ἀνθρώπινες συνειδήσεις καί πολλοί πολλά μαρτυροῦν, βγαλμένα τίς περισσότερες φορές ὅμως ἀπό τό χωρίς φωτισμό Θεοῦ μυαλό τους. ᾿Εδῶ ἔχουμε τή συγκεκριμένη ἀποκάλυψη· ὅταν πρόκειται περί ἁγίου ἀνθρώπου, ἄγγελοι κι ἀκόμη κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἔρχονται νά παραλάβουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Κι ἔχουμε στήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἐκτός τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἐννοεῖται, πολλές τέτοιες καταγραφές πού φανερώνουν τό τί διαδραματίζεται στήν «κρίσιμη» αὐτή καί ἀπρόσιτη στίς σωματικές αἰσθήσεις ὥρα. Σάν τό τέλος, μεταξύ ἄλλων, τοῦ ὁσίου Παμβώ, πού λέει τό Γεροντικό, στό ὁποῖο παραβρέθηκαν ἄγγελοι, ἀλλά καί ἡ Παναγία, ὅπως ἐν τέλει καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μέ τήν παρουσία τοῦ ῾Οποίου ἄρρητη εὐωδία χύθηκε παντοῦ. Κι ἀπό τήν ἄλλη βεβαίως ἔχουν καταγραφεῖ περιπτώσεις ἀθέων καί ἀρνητῶν καί χλευαστῶν τῆς πίστεως, πού τό τέλος τους ἦταν τόσο τραγικό καί βρωμερό στήν ὄσφρηση, πού οἱ μετέχοντες ὁμολόγησαν ὅτι ποτέ δέν θά ἤθελαν νά ξαναβρεθοῦν σέ παρόμοιο γεγονός, πού φανέρωνε τή δαιμονική παρουσία.
4. Τό ὅλο αὐτό «σκηνικό» τοῦ ἐνδόξου τέλους τῆς Παναγίας μας, ἡ συμπλοκή τῆς ἐπιφάνειας καί τοῦ βάθους, ἡ ὕπαρξη τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ ὑπερφυσικοῦ, ὁδηγεῖ τόν ὑμνογράφο τῆς ἑορτῆς, πού λειτουργεῖ ὡς ἡ συνείδηση τῆς ᾿Εκκλησίας, νά μιλᾶ γιά τήν Κοίμηση ὡς γεγονός μυστηρίου, τό ὁποῖο μέ φωτισμένη ἀπό τόν Θεό πίστη προσπαθεῖ νά τό κατανοήσει, ἔστω καί ἐκ μέρους, καί νά τό δεῖ στίς ἀληθινές του διαστάσεις. «῎Ω, τοῦ παραδόξου θαύματος!» κραυγάζει. «Βαβαί τῶν σῶν μυστηρίων ἁγνή!» Καί δικαιολογημένα· «ἡ πηγή τῆς ζωῆς, ἐν μνημείῳ τίθεται καί κλίμαξ πρός οὐρανόν ὁ τάφος γίνεται». ῞Ο,τι μυστήριο περικλείει τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ καί τήν ταφή Του, τό ἴδιο μυστήριο, κατά τόν ὑμνογράφο πού κινεῖται δοξολογικά σέ ἐπίπεδο ὑπερβολῆς, περικλείει καί τήν κοίμηση τῆς Παναγίας Μητέρας Του, κάτι πού δικαιολογεῖ καί τό γιατί οἱ Χριστιανοί κατ’ ἀντανάκλαση τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, ψέλνουν τά ἐγκώμια καί κάνουν περιφορά ἐπιταφίου καί στήν Θεοτόκο.
Καί βεβαίως ἔτσι συνυπάρχει καί ἡ ἀνάσταση πού ἀκολουθεῖ. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὅπως μετά τήν ταφή τοῦ Κυρίου ἔρχεται ἡ ἀνάσταση, μέ τήν ὁποία νικήθηκε ὁ ῞Αδης καί «ζωῆς ἠξιώθημεν», ἔτσι καί μετά τήν κοίμηση τῆς Θεοτόκου ἔρχεται καί ἡ δική της ἀνάσταση. Διότι, κατά τήν παράδοσή μας, ἡ Παναγία ναί μέν πέθανε καί ἐτάφη, τήν τρίτη ὅμως ἡμέρα, ὅταν ἀνοίχτηκε ὁ τάφος της πρός χάρη ἑνός ἀπό τούς μαθητές τοῦ Κυρίου, πού δέν παραβρέθηκε στήν κοίμησή της, διαπιστώθηκε ἡ ἐν σώματι μετάστασή της, συνεπῶς ἡ Παναγία βίωσε ἀπό τότε αὐτό πού θά βιώσουμε ὅλοι μετά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου μας, τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι στούς Χαιρετισμούς της ἀδιάκοπα διαλαλεῖται ὅτι «ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπει», ὅπως ἐξίσου δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ πιστός λαός μας μέ τό αἰσθητήριο πού διαθέτει, χαρακτηρίζει τήν Κοίμησή της ὡς τό Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ.
῾Ο ὑμνογράφος βεβαίως δέν βλέπει τό μυστήριο τῆς Κοιμήσεως μεμονωμένα. Θεωρεῖ ὅτι ἡ Παναγία μας μέ ὅλη τή ζωή της ζεῖ τό μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ κατά μοναδικό τρόπο, ὁπότε καί ἡ Κοίμησή της προεκτείνει φυσιολογικά τό ὅλο μυστήριο. «῎Επρεπε τοῖς αὐτόπταις τοῦ Λόγου καί ὑπηρέταις, καί τῆς κατά σάρκα Μητρός αὐτοῦ, τήν Κοίμησιν ἐποπτεῦσαι, τελευταῖον οὖσαν ἐπ’ αὐτῇ μυστήριον». Δηλαδή· ῎Επρεπε οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ νά ἐποπτεύσουν καί τήν Κοίμηση τῆς κατά σάρκα Μητέρας Του, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό τελευταῖο σ’ αὐτήν μυστήριο. Διότι ἀσφαλῶς καί ἡ δική της ἡ Γέννηση ὡς καρπός ἔντονης καί πολυχρόνιας προσευχῆς εἶναι μυστήριο, ἀλλά πολλαπλασίως περισσότερο ὁ Εὐαγγελισμός της καί ἡ Γέννηση δι’ αὐτῆς τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου.
Παρ’ ὅλα αὐτά! ῾Υπάρχει καί συνέχεια τοῦ μυστηρίου γιά τήν Παναγία. Δέν τελειώνουν δηλαδή γι’ αὐτήν τά πράγματα μέ τήν Κοίμησή της. Τό ἀντίθετο· θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἰδίως τότε, καί μέχρι τῆς συντέλειας τῶν αἰώνων, τό μυστήριο τῆς παρουσίας της θά συνεχίζεται, γεγονός πού συνιστᾶ τήν παρηγοριά καί τήν ἐλπίδα μας. Κι ἐννοῦμε βεβαίως αὐτό πού ὅλοι ζοῦμε καί ψάλλει ἡ ᾿Εκκλησία μας μέ τό ἀπολυτίκιο ἰδίως τῆς ἑορτῆς· «᾿Εν τῇ Κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε». ῾Η ἔξοδός της ἀπό τόν κόσμο δέν συνιστᾶ μία φυγή, μία λησμονιά ἀπό πλευρᾶς της γιά ἐμᾶς. ῾Η Παναγία φεύγει καί ταυτοχρόνως παραμένει πιό κοντά μας. Διότι ζώντας καθ’ ὁλοκληρίαν πιά μέσα στόν Κύριο καί Θεό της, μετέχει κατά κάποιον τρόπο τῆς πανταχοῦ παρουσίας ᾿Εκείνου. ᾿Εκεῖνος τῆς ἀνοίγει τά μάτια γιά νά μᾶς βλέπει, νά μᾶς ἀκούει, νά συμπάσχει καί νά συγχαίρει μαζί μας, καί κυρίως νά ἔχει τή δύναμη νά μᾶς βοηθᾶ. Κι αὐτό εἶναι πιά ἐμπειρία ὅλης τῆς ᾿Εκκλησίας, πού σημαίνει ὅτι μπορεῖ νά γίνει καί γίνεται ἐμπειρία καί τοῦ καθενός μας, ὅπως συνέβη καί μέ τόν ῞Αγιο Σιλουανό τοῦ ῎Αθω, ὁ ὁποῖος γράφει στά κείμενα πού μᾶς διέσωσε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ ῎Εσσεξ, ὅτι μετανόησε γιά τίς ἀποκλίσεις τῆς ζωῆς του, ὅταν ἡ ἴδια ἡ Παναγία τοῦ εἶπε μέ πόνο ὅτι θλίβεται γιά τήν ἁμαρτωλή ζωή του. Ποιός ἄραγε λόγος αἰτιολογεῖ τήν ἀγάπη τοῦ πιστοῦ λαοῦ πρός ᾿Εκείνην, παρά ἡ αἴσθηση τῆς ἐγγύτητάς της στή ζωή μας; Καί ἡ Παναγία τό εἶχε διαβεβαιώσει, λίγο πρίν τόν θάνατό της, σκορπώντας τήν παρηγοριά ἤδη ἀπό τότε στούς πιστούς, μέ πρώτους τούς ἀποστόλους· «Μή θρηνεῖτε, γιατί μέ τή μετάστασή μου σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι ὄχι μόνον ἐσᾶς, ἀλλά καί ὅλον τόν κόσμο θά περισκέπω καί θά ἐφορῶ». ῎Αν κάτι παρόμοιο ἔλεγε καί ὁ Γέροντας Πορφύριος στήν ἐποχή μας, ὅτι δηλαδή μετά τόν θάνατό του θά βρίσκεται πιό κοντά στούς ἀνθρώπους, πόσο περισσότερο, ἄς φανταστοῦμε, ἰσχύει τοῦτο γιά τήν Παναγία;
5. Μέσα στό θάμβος τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, μπροστά σέ ὅλα τά θαυμαστά πού ἐξαγγέλλει ἡ χαρά της ἀπό τή μετάστασή της στούς οὐρανούς, προβάλλει ἐπιτακτικά τό ἐρώτημα· τί ἦταν αὐτό πού ἔκανε τήν Παναγία νά φτάσει σ’ αὐτό τό ὕψος; Καί τί πρέπει νά κάνουμε κι ἐμεῖς ἀντιστοίχως, ὥστε ἔστω καί ἐλάχιστα, μιά πού ἡ προοπτική μας εἶναι νά γίνουμε κι ἐμεῖς «Παναγίες», νά σαρκώνουμε δηλαδή στή ζωή μας τόν Χριστό, νά γευόμαστε λίγο ἀπό τή χάρη της, χάρη στήν πραγματικότητα τοῦ Κυρίου μας; ῾Η ἀπάντηση εἶναι γνωστή κι αὐτήν διαλαλεῖ διαρκῶς ἡ ᾿Εκκλησία μας· ῎Αν ἡ Παναγία ἔγινε ὅ,τι ἔγινε, τοῦτο ὀφείλεται στήν ἑτοιμότητά της νά ὑπακούει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου» εἶναι τό «μυστικό» τῆς ἐξυψώσεώς της στά ὑπερουράνια. Αὐτό τό «μυστικό», ἄς γίνεται καθημερινά φανερό καί στίς δικές μας καρδιές.
Διότι τό τέλος της δέν ἀπετέλεσε τό τέλος ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου. Ναί μέν φεύγει ἀπό τή ζωή αὐτή, ἀλλά μέ θαυμαστό τρόπο παρευρίσκονται ὅλοι οἱ ᾿Απόστολοι, «μετάρσιοι γενόμενοι», «συναθροισθέντες ἐν Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ», ἀλλά πολύ περισσότερο· παρευρίσκονται ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, καί πάνω ἀπό ὅλα· ὁ ἴδιος ὁ Υἱός καί Θεός της, ὁ ῾Οποῖος καί παραλαμβάνει τή μέ μορφή παιδούλας παναγία ψυχή της. ῎Ετσι στό γεγονός αὐτό ἐπιβεβαιώνεται μέ ἔντονο τρόπο ὅ,τι συμβαίνει πάντοτε στήν ᾿Εκκλησία μας στίς διάφορες ἑορτές της· «ἐπίγειον τό φαινόμενον, οὐράνιον τό νοούμενον». Στήν ᾿Εκκλησία μας μέ ἄλλα λόγια, τά πάντα προσεγγίζονται μ’ ἕνα διπλό τρόπο· μέ τίς ὑλικές αἰσθήσεις, ἀλλά καί μέ τίς πνευματικές αἰσθήσεις. Στήν ᾿Εκκλησία ζοῦμε ὅλη τήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου· τήν ἐπιφάνεια, ἀλλά καί τό βάθος του. ῎Ας δοῦμε πιό συγκεκριμένα ὁρισμένα ἀπό τά παραπάνω σημεῖα.
1. ῾Η ᾿Εκκλησία μας ἐπιμένει καταρχάς στή φυσική τάξη τῶν πραγμάτων. ῾Η Παναγία ὑπακούει καί αὐτή στούς νόμους τῆς φύσεως· πεθαίνει, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί κηδεύεται ἀπό τούς ᾿Αποστόλους καί ὅλους τούς οἰκείους της. Καί δέν ἦταν δυνατόν νά μή συμβεῖ τοῦτο, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Υἱός καί Θεός της, πέρασε ἀπό τή διαδικασία τοῦ φυσικοῦ θανάτου. Κατά τόν ὑμνογράφο «μιμουμένη τόν ποιητήν σου καί Υἱόν, ὑπέρ φύσιν ὑποκύπτεις, τοῖς τῆς φύσεως νόμοις». ῾Απλῶς ἐκείνη δέχεται ἀπό ἄγγελο τήν πληροφορία περί τῆς ἐξόδου της ἀπό τόν κόσμο καί ἑτοιμάζει μέ θαυμαστό πράγματι τρόπο, πνευματικά καί ὑλικά, τά τῆς κηδείας της, ἐνῶ προτρέπει μέ στοργή τούς πενθοῦντες ἀποστόλους, πού εἶχαν συναθροιστεῖ ἐκ περάτων τῆς γῆς· «τό ἐμόν σῶμα, καθώς ἐγώ σχηματίσω τῇ κλίνῃ, κηδεύσατε».
2. ῾Η φυσική αὐτή τάξη ὅμως συνιστᾶ τήν ἐπιφάνεια. ῾Η Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ὅπως εἴπαμε, ἀποκαλύπτει καί τό βάθος· Καταρχάς, οἱ ἀπόστολοι γνωρίζουν τό γεγονός καί συναθροίζονται στή Γεθσημανή ὑπέρ φύσιν· ὁ Κύριος ἐπί νεφελῶν τούς φέρνει ἐκεῖ πού εἶναι ἡ Παναγία Μητέρα Του, γιά νά πενθήσουν, κυρίως ὅμως νά δοξολογήσουν τό γεγονός τῆς κοιμήσεως καί τῆς μεταστάσεώς της. Κατά τήν παρατήρηση μάλιστα πού τούς κάνει ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος, ὅταν τούς βλέπει νά θρηνοῦν γιά τόν ἐπικείμενο θάνατό της· «Μή φίλοι μαθηταί, τοῦ ἐμοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ, μή πένθος ἐργάσησθε τήν ἐμήν χαράν». Μή κάνετε πένθος τή χαρά μου. Καί εἶναι εὐνόητο· ἡ Παναγία μας μετατίθεται πλήρως στήν ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ, ὁ ῾Οποῖος τῆς προανήγγειλε διά τοῦ ἀγγέλου· «μή ταραχτεῖς γιά τόν θάνατό σου, ἀλλά μετ’ εὐφροσύνης δέξαι τόν λόγον. Γιατί ἔρχεσαι πρός τήν ἀθάνατη ζωή». ῎Επειτα, παρευρίσκονται στήν κοίμησή της ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι μέ πολύ σεβασμό καί σεμνότητα «ἀνοίγουν τίς πύλες τοῦ παραδείσου» γιά νά περάσει ἡ πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, προπέμποντάς την μέ ὑπέροχους ὕμνους καί δοξολογίες. «᾿Αξίως ὡς ἔμψυχον, σέ οὐρανόν ὑπεδέξαντο, οὐράνια Πάναγνε, θεῖα σκηνώματα». «᾿Επήρθησαν πύλαι οὐράνιαι, καί ῎Αγγελοι ἀνύμνησαν...Χερουβίμ ὑπεῖξέ σοι, ἐν ἀγαλλιάσει, Σεραφίμ δέ δοξάζει σε χαίροντα». Καί πάνω ἀπό ὅλα· ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί Θεός, προκειμένου νά παραλάβει τήν στά χέρια Του παραθεμένη ψυχή τῆς Παναγίας Μητέρας Του. «Καί Σύ, Υἱέ καί Θεέ μου, παράλαβέ μου τό πνεῦμα».
3. ῎Ετσι στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, πέραν τῶν ἄλλων συγκλονιστικῶν, φωτίζεται τό μυστηριῶδες ὅριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Αὐτό τό μεταίχμιο, πού πάντοτε κέντριζε καί κεντρίζει τίς ἀνθρώπινες συνειδήσεις καί πολλοί πολλά μαρτυροῦν, βγαλμένα τίς περισσότερες φορές ὅμως ἀπό τό χωρίς φωτισμό Θεοῦ μυαλό τους. ᾿Εδῶ ἔχουμε τή συγκεκριμένη ἀποκάλυψη· ὅταν πρόκειται περί ἁγίου ἀνθρώπου, ἄγγελοι κι ἀκόμη κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἔρχονται νά παραλάβουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Κι ἔχουμε στήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἐκτός τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἐννοεῖται, πολλές τέτοιες καταγραφές πού φανερώνουν τό τί διαδραματίζεται στήν «κρίσιμη» αὐτή καί ἀπρόσιτη στίς σωματικές αἰσθήσεις ὥρα. Σάν τό τέλος, μεταξύ ἄλλων, τοῦ ὁσίου Παμβώ, πού λέει τό Γεροντικό, στό ὁποῖο παραβρέθηκαν ἄγγελοι, ἀλλά καί ἡ Παναγία, ὅπως ἐν τέλει καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μέ τήν παρουσία τοῦ ῾Οποίου ἄρρητη εὐωδία χύθηκε παντοῦ. Κι ἀπό τήν ἄλλη βεβαίως ἔχουν καταγραφεῖ περιπτώσεις ἀθέων καί ἀρνητῶν καί χλευαστῶν τῆς πίστεως, πού τό τέλος τους ἦταν τόσο τραγικό καί βρωμερό στήν ὄσφρηση, πού οἱ μετέχοντες ὁμολόγησαν ὅτι ποτέ δέν θά ἤθελαν νά ξαναβρεθοῦν σέ παρόμοιο γεγονός, πού φανέρωνε τή δαιμονική παρουσία.
4. Τό ὅλο αὐτό «σκηνικό» τοῦ ἐνδόξου τέλους τῆς Παναγίας μας, ἡ συμπλοκή τῆς ἐπιφάνειας καί τοῦ βάθους, ἡ ὕπαρξη τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ ὑπερφυσικοῦ, ὁδηγεῖ τόν ὑμνογράφο τῆς ἑορτῆς, πού λειτουργεῖ ὡς ἡ συνείδηση τῆς ᾿Εκκλησίας, νά μιλᾶ γιά τήν Κοίμηση ὡς γεγονός μυστηρίου, τό ὁποῖο μέ φωτισμένη ἀπό τόν Θεό πίστη προσπαθεῖ νά τό κατανοήσει, ἔστω καί ἐκ μέρους, καί νά τό δεῖ στίς ἀληθινές του διαστάσεις. «῎Ω, τοῦ παραδόξου θαύματος!» κραυγάζει. «Βαβαί τῶν σῶν μυστηρίων ἁγνή!» Καί δικαιολογημένα· «ἡ πηγή τῆς ζωῆς, ἐν μνημείῳ τίθεται καί κλίμαξ πρός οὐρανόν ὁ τάφος γίνεται». ῞Ο,τι μυστήριο περικλείει τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ καί τήν ταφή Του, τό ἴδιο μυστήριο, κατά τόν ὑμνογράφο πού κινεῖται δοξολογικά σέ ἐπίπεδο ὑπερβολῆς, περικλείει καί τήν κοίμηση τῆς Παναγίας Μητέρας Του, κάτι πού δικαιολογεῖ καί τό γιατί οἱ Χριστιανοί κατ’ ἀντανάκλαση τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, ψέλνουν τά ἐγκώμια καί κάνουν περιφορά ἐπιταφίου καί στήν Θεοτόκο.
Καί βεβαίως ἔτσι συνυπάρχει καί ἡ ἀνάσταση πού ἀκολουθεῖ. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὅπως μετά τήν ταφή τοῦ Κυρίου ἔρχεται ἡ ἀνάσταση, μέ τήν ὁποία νικήθηκε ὁ ῞Αδης καί «ζωῆς ἠξιώθημεν», ἔτσι καί μετά τήν κοίμηση τῆς Θεοτόκου ἔρχεται καί ἡ δική της ἀνάσταση. Διότι, κατά τήν παράδοσή μας, ἡ Παναγία ναί μέν πέθανε καί ἐτάφη, τήν τρίτη ὅμως ἡμέρα, ὅταν ἀνοίχτηκε ὁ τάφος της πρός χάρη ἑνός ἀπό τούς μαθητές τοῦ Κυρίου, πού δέν παραβρέθηκε στήν κοίμησή της, διαπιστώθηκε ἡ ἐν σώματι μετάστασή της, συνεπῶς ἡ Παναγία βίωσε ἀπό τότε αὐτό πού θά βιώσουμε ὅλοι μετά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου μας, τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι στούς Χαιρετισμούς της ἀδιάκοπα διαλαλεῖται ὅτι «ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπει», ὅπως ἐξίσου δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ πιστός λαός μας μέ τό αἰσθητήριο πού διαθέτει, χαρακτηρίζει τήν Κοίμησή της ὡς τό Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ.
῾Ο ὑμνογράφος βεβαίως δέν βλέπει τό μυστήριο τῆς Κοιμήσεως μεμονωμένα. Θεωρεῖ ὅτι ἡ Παναγία μας μέ ὅλη τή ζωή της ζεῖ τό μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ κατά μοναδικό τρόπο, ὁπότε καί ἡ Κοίμησή της προεκτείνει φυσιολογικά τό ὅλο μυστήριο. «῎Επρεπε τοῖς αὐτόπταις τοῦ Λόγου καί ὑπηρέταις, καί τῆς κατά σάρκα Μητρός αὐτοῦ, τήν Κοίμησιν ἐποπτεῦσαι, τελευταῖον οὖσαν ἐπ’ αὐτῇ μυστήριον». Δηλαδή· ῎Επρεπε οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ νά ἐποπτεύσουν καί τήν Κοίμηση τῆς κατά σάρκα Μητέρας Του, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό τελευταῖο σ’ αὐτήν μυστήριο. Διότι ἀσφαλῶς καί ἡ δική της ἡ Γέννηση ὡς καρπός ἔντονης καί πολυχρόνιας προσευχῆς εἶναι μυστήριο, ἀλλά πολλαπλασίως περισσότερο ὁ Εὐαγγελισμός της καί ἡ Γέννηση δι’ αὐτῆς τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου.
Παρ’ ὅλα αὐτά! ῾Υπάρχει καί συνέχεια τοῦ μυστηρίου γιά τήν Παναγία. Δέν τελειώνουν δηλαδή γι’ αὐτήν τά πράγματα μέ τήν Κοίμησή της. Τό ἀντίθετο· θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἰδίως τότε, καί μέχρι τῆς συντέλειας τῶν αἰώνων, τό μυστήριο τῆς παρουσίας της θά συνεχίζεται, γεγονός πού συνιστᾶ τήν παρηγοριά καί τήν ἐλπίδα μας. Κι ἐννοῦμε βεβαίως αὐτό πού ὅλοι ζοῦμε καί ψάλλει ἡ ᾿Εκκλησία μας μέ τό ἀπολυτίκιο ἰδίως τῆς ἑορτῆς· «᾿Εν τῇ Κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε». ῾Η ἔξοδός της ἀπό τόν κόσμο δέν συνιστᾶ μία φυγή, μία λησμονιά ἀπό πλευρᾶς της γιά ἐμᾶς. ῾Η Παναγία φεύγει καί ταυτοχρόνως παραμένει πιό κοντά μας. Διότι ζώντας καθ’ ὁλοκληρίαν πιά μέσα στόν Κύριο καί Θεό της, μετέχει κατά κάποιον τρόπο τῆς πανταχοῦ παρουσίας ᾿Εκείνου. ᾿Εκεῖνος τῆς ἀνοίγει τά μάτια γιά νά μᾶς βλέπει, νά μᾶς ἀκούει, νά συμπάσχει καί νά συγχαίρει μαζί μας, καί κυρίως νά ἔχει τή δύναμη νά μᾶς βοηθᾶ. Κι αὐτό εἶναι πιά ἐμπειρία ὅλης τῆς ᾿Εκκλησίας, πού σημαίνει ὅτι μπορεῖ νά γίνει καί γίνεται ἐμπειρία καί τοῦ καθενός μας, ὅπως συνέβη καί μέ τόν ῞Αγιο Σιλουανό τοῦ ῎Αθω, ὁ ὁποῖος γράφει στά κείμενα πού μᾶς διέσωσε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ ῎Εσσεξ, ὅτι μετανόησε γιά τίς ἀποκλίσεις τῆς ζωῆς του, ὅταν ἡ ἴδια ἡ Παναγία τοῦ εἶπε μέ πόνο ὅτι θλίβεται γιά τήν ἁμαρτωλή ζωή του. Ποιός ἄραγε λόγος αἰτιολογεῖ τήν ἀγάπη τοῦ πιστοῦ λαοῦ πρός ᾿Εκείνην, παρά ἡ αἴσθηση τῆς ἐγγύτητάς της στή ζωή μας; Καί ἡ Παναγία τό εἶχε διαβεβαιώσει, λίγο πρίν τόν θάνατό της, σκορπώντας τήν παρηγοριά ἤδη ἀπό τότε στούς πιστούς, μέ πρώτους τούς ἀποστόλους· «Μή θρηνεῖτε, γιατί μέ τή μετάστασή μου σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι ὄχι μόνον ἐσᾶς, ἀλλά καί ὅλον τόν κόσμο θά περισκέπω καί θά ἐφορῶ». ῎Αν κάτι παρόμοιο ἔλεγε καί ὁ Γέροντας Πορφύριος στήν ἐποχή μας, ὅτι δηλαδή μετά τόν θάνατό του θά βρίσκεται πιό κοντά στούς ἀνθρώπους, πόσο περισσότερο, ἄς φανταστοῦμε, ἰσχύει τοῦτο γιά τήν Παναγία;
5. Μέσα στό θάμβος τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, μπροστά σέ ὅλα τά θαυμαστά πού ἐξαγγέλλει ἡ χαρά της ἀπό τή μετάστασή της στούς οὐρανούς, προβάλλει ἐπιτακτικά τό ἐρώτημα· τί ἦταν αὐτό πού ἔκανε τήν Παναγία νά φτάσει σ’ αὐτό τό ὕψος; Καί τί πρέπει νά κάνουμε κι ἐμεῖς ἀντιστοίχως, ὥστε ἔστω καί ἐλάχιστα, μιά πού ἡ προοπτική μας εἶναι νά γίνουμε κι ἐμεῖς «Παναγίες», νά σαρκώνουμε δηλαδή στή ζωή μας τόν Χριστό, νά γευόμαστε λίγο ἀπό τή χάρη της, χάρη στήν πραγματικότητα τοῦ Κυρίου μας; ῾Η ἀπάντηση εἶναι γνωστή κι αὐτήν διαλαλεῖ διαρκῶς ἡ ᾿Εκκλησία μας· ῎Αν ἡ Παναγία ἔγινε ὅ,τι ἔγινε, τοῦτο ὀφείλεται στήν ἑτοιμότητά της νά ὑπακούει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου» εἶναι τό «μυστικό» τῆς ἐξυψώσεώς της στά ὑπερουράνια. Αὐτό τό «μυστικό», ἄς γίνεται καθημερινά φανερό καί στίς δικές μας καρδιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :