Μια μέρα ο μπαμπάς αποφάσισε να πλύνει το καινούργιο του αυτοκίνητο. Ώρες αφιέρωνε να το καθαρίσει, να το γυαλίσει. Την ώρα λοιπόν που μάζευε τα εργαλεία του,
έρχεται η μικρή κορούλα του, παίρνει μια μικρή πέτρα και αρχίζει να
γρατζουνίζει κάτι στην πόρτα του οδηγού πάνω. Ακούει εκείνος τον ήχο
και τρέχει κρατώντας ένα μεγάλο γαλλικό κλειδί. Με αυτό χτυπά δυνατά
το χέρι της μικρής. Πέφτει κάτω η πέτρα και μαζί τα σπασμένα δάχτυλα
από το χέρι της. Μόλις συνήλθε την μεταφέρει στο κοντινότερο
νοσοκομείο.
Εκεί οι γιατροί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο από το να της αφαιρέσουν όλα τα δάχτυλα.
Όταν συνέρχεται από την νάρκωση, ανοίγει τα μάτια της, βλέπει το χέρι της και με την παιδιάστικηαφέλεια ρωτάει τον πατέρα της:
"Μπαμπά, πότε θα μεγαλώσουν τα δάχτυλά μου;"
Μην αντέχοντας άλλο εκεί μέσα, φεύγει ο πατέρας και πηγαίνει στο αυτοκίνητό του. Ξεσπά επάνω του με κλωτσιές, μπουνιές.
Ξαφνικά το βλέμμα του πέφτει πάνω στην πόρτα με τις γρατσουνιές.
Πλησιάζει πιο κοντά.
Ήταν κάτι γραμμένο. Έλεγε:
"Μπαμπά, σ' αγαπώ"....
Διαβάστε επίσης!
Δεν υπάρχουν σχόλια :